Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Μην πυροβολείτε τον Αγγελιοφόρο

Η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων μπορεί να αποβεί, μία εξαιρετικά αγχωτική διαδικασία για το γιατρό και τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες υγείας. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ο “αγγελιοφόρος” κακών ειδήσεων έχει έντονα συναισθήματα όπως το άγχος, το βάρος της ευθύνης, το φόβο της αρνητικής αντίδρασης του ασθενή και των οικείων του. Αυτό το άγχος μπορεί συνειδητά ή υποσυνείδητα να οδηγήσει σε απροθυμία ανακοίνωσης των δυσάρεστων νέων και πολλές φορές σε ψυχρή, αδιάφορη ή αγενή συμπεριφορά. Η διαδικασία αυτή μπορεί να έχει επίσης αρνητική επίδραση, όταν ο γιατρός έχει μικρή εμπειρία ή η πιθανότητα για θεραπεία είναι περιορισμένη.

Ο γιατρός που κομίζει τα δυσάρεστα νέα μπορεί να αισθάνεται αβοήθητος, ειδικά όταν δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αισθάνεται αδικαιολόγητα ένοχος, λόγω της προσωπικής του αίσθησης περί ηθικής ευθύνης.

Οι κλινικοί γιατροί συχνά αισθάνονται άβολα συζητώντας για την πρόγνωση και τις πιθανές θεραπευτικές επιλογές, όταν οι πληροφορίες είναι δυσμενείς και αντιφατικές.
Δεν θα πρέπει να μας προκαλεί αίσθηση και έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί γιατροί μπορεί να προβαίνουν σε απόκρυψη μέρους της αλήθειας προς τον ασθενή σε μία προσπάθεια να αποφύγουν είτε την αντίδραση του ασθενή, είτε τις δικές τους συναισθηματικές αντιδράσεις.

Οι κλινικοί γιατροί στο πλαίσιο της φροντίδας των ασθενών με απειλητική για τη ζωή τους ασθένεια αναπόφευκτα αντιμετωπίζουν οδυνηρές συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως η κατάθλιψη, ο θυμός, η θλίψη και ο φόβος, τόσο των ασθενών, όσων και των συγγενών τους. Έντονα συναισθήματα συχνά προκαλούν συναισθήματα αδυναμίας και φόβου στον κλινικό γιατρό. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι πολλοί γιατροί βιώνουν άγχος αμέσως μετά την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων, το οποίο διαρκεί από ώρες έως και τρεις μέρες μετά την ανακοίνωση.

Αντίστοιχες συναισθηματικές αντιδράσεις οφείλονται είτε στην ιδιοσυγκρασία του γιατρού, είτε σε έλλειψη εκπαίδευσης στην ανακοίνωση της διάγνωσης και μπορεί να αφορούν:

  • Την αβεβαιότητα αναφορικά με τις προσδοκίες του ασθενή.
  • Την ενοχή: «θα έπρεπε να είχα εντοπίσει πιο νωρίς τον καρκίνο».
  • Το φόβο: «τι θα συμβεί αν καταρρεύσει ή αρχίσει να κλαίει;».
  • Την καταστροφή της ελπίδας: «δεν θέλω να πάρω την ευθύνη ότι θα του στερήσω κάθε ελπίδα».
  • Την αβεβαιότητα και την αμηχανία ως προς τη διαχείριση του άγνωστου.
  • Το φόβο αναφορικά με τη δική τους επάρκεια ως προς τη διαχείριση μίας ανεξέλικτης νόσου.

Σε απάντηση σε αυτά τα συναισθήματα, οι γιατροί θα πρέπει να αισθάνονται ότι μπορούν να τα «διορθώσουν» να καθησυχάσουν τον ασθενή και να τον βοηθήσουν να αποκαταστήσει τη συναισθηματική του ισορροπία.

Η ικανότητα του γιατρού να ακούσει και να απαντήσει με εν-συναίσθηση τον ασθενή είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την ικανοποίηση των ασθενών.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις πιθανές επιπτώσεις της ανακοίνωσης των δυσάρεστων νέων. Η επικοινωνία δυσάρεστων νέων δεν είναι μία προαιρετική επικοινωνιακή δεξιότητα, αλλά αποτελεί μέρος της καθημερινής κλινική πρακτικής. Είναι φυσικό ο γιατρός να αισθάνεται ανήσυχος αναφορικά με την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων στον ασθενή και στους συγγενείς του, γι’ αυτό θα πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος.

Συχνά οι κλινικοί γιατροί μπορεί να βρίσκουν τους ασθενείς εχθρικούς στη συμπεριφορά τους, αλλά αυτό κυρίως συμβαίνει λόγω των συναισθημάτων που τους προκαλεί η απελπισία, η απογοήτευση, η σύγχυση, ο θυμός, η αβεβαιότητα και η θλίψη.

Η ικανότητα του γιατρού να αναγνωρίσει και να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα μπορεί να είναι επικουρική στην αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων και να οδηγήσει σε μια επιτυχημένη θεραπευτική συνεδρία. Οι ασθενείς που είναι θυμωμένοι μπορεί να παρουσιάσουν χαμηλότερα επίπεδα πρόσληψης και ανάκλησης σημαντικών πληροφοριών για τη διαχείριση της κατάστασής τους.

Τα περισσότερα προβλήματα σχέσεων, είναι προβλήματα που προκύπτουν από την κακή επικοινωνία. Η συζήτηση για τους φόβους, τις ανησυχίες και τις επιπτώσεις της ασθένειας στη ζωή του ασθενή, αποτελεί ένα πρώτο βήμα στην αναγνώριση της κατάστασης και κυρίως στη διάγνωση ότι η συμπεριφορά αποτελεί μέρος της ασθένειας και δεν οφείλεται σε βαθύτερες διαταραχές, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από άλλο εξειδικευμένο επαγγελματία υγείας.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Recommended Posts