Σχέση γιατρού – ασθενούς

Σχέση γιατρού – ασθενούς

Η σχέση ιατρού και ασθενούς είναι πολυεπίπεδη, δυναμική και αμφίδρομη. Η καλή επικοινωνία αποτελεί το σημαντικό στοιχείο της καλής ιατρικής πρακτικής, που συμβάλει στη γρήγορη και ακριβή αποκάλυψη του προβλήματος, αλλά και στον προσδιορισμό των προσδοκιών του ασθενούς από τη θεραπεία. Με αυτόν τον τρόπο παγιώνεται η εμπιστοσύνη μεταξύ γιατρού και ασθενούς και αυξάνεται η πιθανότητα για καλύτερη έκβαση στη θεραπεία και στην ποιότητα ζωής του. Η ικανοποίηση του ασθενούς διαδραματίζει πολύ σπουδαίο ρόλο και πιστοποιεί ποιοτικά τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας. Ο ασθενής και κυρίως ο ασθενής με σοβαρό πρόβλημα υγείας εναποθέτει τις ελπίδες του στα χέρια του γιατρού.

Σε πολλές περιπτώσεις η σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ ασθενούς και του γιατρού του, μπορεί να λειτουργήσει ως «εικονικό φάρμακο» και να επηρεάσει τα αποτελέσματα της θεραπείας.

Η διερεύνηση της θεραπευτικής σχέσης είναι σχετικά πρόσφατη μιας και παραδοσιακά το ενδιαφέρον εστιαζόταν στις αντικειμενικές παραμέτρους της ασθένειας, όπως είναι οι ανατομικές βλάβες και οι εργαστηριακές εξετάσεις που απαιτούνται για τη διάγνωση και δεν δινόταν μεγάλη έμφαση στη σημασία της δημιουργίας συναισθηματικής σχέσης μεταξύ ασθενούς και γιατρού, αν και αποτελεί ένα από τα κυριότερα συστατικά για την αποτελεσματική επικοινωνία που θα συμβάλλει με τη σειρά της στην επιτυχία της θεραπευτικής αντιμετώπισης.

Ωστόσο, στην προσπάθεια επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και ασθενούς παρατηρούνται προβλήματα που μπορεί να οφείλονται σε διάφορους παράγοντες. Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι η διαφορά μορφωτικού επιπέδου. Κάποιες φορές παρατηρείται ότι εξαιτίας της διαφοράς στο επίπεδο των γνώσεων, οι γιατροί παρέχουν ελάχιστη πληροφόρηση στους ασθενείς τους. Τα άτομα με ανώτερη εκπαίδευση- τις περισσότερες φορές- έχουν τη μέγιστη πληροφόρηση πριν από την επίσκεψη στον γιατρό τους. Οι απαιτήσεις τους αυξάνονται και γι΄ αυτό μπορεί να εμφανίζονται ως λιγότερο ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες υγείας που τους προσφέρονται.

Ένα άλλο πρόβλημα, ίσως το πιο σημαντικό είναι η έλλειψη χρόνου από την πλευρά του ιατρικού προσωπικού, κυρίως λόγω φόρτου εργασίας.

Έχοντας περιορισμένο χρόνο, δεν λαμβάνεται πάντα υπόψη η πιθανή πληροφόρηση που μπορεί να έχει ο ασθενής, καθώς και το εάν έχει κατανοήσει τα όσα έχουν λεχθεί. Επίσης πολλές φορές δεν δίνεται ευκαιρία για ερωτήσεις από την πλευρά του ασθενούς. Έτσι ο ιατρός δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι ο ασθενής του ενημερώθηκε σωστά.

Σε κάποιες νόσους που ο ασθενής θα καταλήξει ή που υπάρχουν λίγες ελπίδες ανάκαμψης της υγείας, ο γιατρός έρχεται αντιμέτωπος με σημαντικά διλήμματα. Αν τον ενημερώσει για την αβεβαιότητα της πορείας της υγείας του μπορεί να εισπράξει αρνητική κριτική αντιμετώπιση στην προσωπική επαγγελματική αξιοπιστία του. Αν πάλι επιλέξει να μην τον ενημερώσει, θα επιμηκύνει το χρόνο της αβεβαιότητας του, με κίνδυνο πάλι την ιατρική του αξιοπιστία. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο γιατρός επιλέγει να μην ανακοινώσει τη δυσάρεστη είδηση προκειμένου να βοηθήσει τον ασθενή να μην παραιτηθεί και να συνεχίζει την προσπάθεια για τη βελτίωση του επιπέδου υγείας του, παρότι αυτό ενέχει πολλά δεοντολογικά και ηθικά ερωτήματα.

Τα τελευταία χρόνια η σχέση γιατρού- ασθενούς επηρεάστηκε και από τη ραγδαία ανάπτυξη του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Οι ασθενείς καταφεύγουν όλο και πιο πολύ στο διαδίκτυο για να λάβουν πληροφορίες σχετικά με την κατάστασή τους. Συνήθως οι ιστοσελίδες και οι διαδικτυακές κοινότητες που αφορούν την υγεία και την ασθένεια είναι πάρα πολλές και κάποιες αυτές με μικρή αξιοπιστία, γεγονός που δυσκολεύει την αναζήτηση της ιατρικής πληροφορίας και κυρίως τη σωστή της χρήση προς όφελος της υγείας του ασθενούς και καθιστά δύσκολη τη λήψη της τελικής απόφασης.

Απαιτείται λοιπόν περισσότερη διάδραση με τον ασθενή κατά τη διάρκεια της συνεδρίας και προσαρμογή στο νέο επικοινωνιακό περιβάλλον που διαμορφώνεται, όπου σχεδόν όλοι έχουν πρόσβαση στην πληροφορία και τη γνώση και δημιουργείται, αναπτύσσεται και παγιώνεται η αμφισβήτηση της ιατρικής αυθεντίας.

Συγγραφέας: Δρ. Έφη Σίμου

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Σπάζοντας τη Σιωπή

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Σπάζοντας τη Σιωπή

Ασθενείς και οι οικογένειες τους αντιδρούν στην ανακοίνωση δυσάρεστων νέων με διαφορετικούς τρόπους. Κάποιοι αντιδρούν συναισθηματικά με θυμό, κλάματα λύπη και αγωνία. Άλλοι πάλι εκφράζουν άρνηση, κατηγορίες, ενοχές, δυσπιστία, αίσθηση απώλειας, ντροπή, ενώ άλλοι εκλογικεύουν αυτό που τους έχει συμβεί.

Ο γιατρός θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος ώστε να υποστηρίξει τον ασθενή σε ένα ευρύ φάσμα αντιδράσεων και η συζήτηση θα μπορούσε να ξεκινήσει ζητώντας από τον ασθενή να περιγράψει τα συναισθήματα του, με εκφράσεις όπως:

  • Νομίζω ότι θυμώσατε, μπορείτε να μου πείτε πως αισθάνεστε?
  • Σας φοβίζει αυτό που ακούσατε?
  • Τι σας φοβίζει περισσότερο?
  • Εύχομαι να ήταν διαφορετικά τα νέα.

Πριν ξεκινήσετε την ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων, θα πρέπει να έχετε συγκεντρώσει αρκετές πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής αντιλαμβάνεται την ιατρική του κατάσταση και κυρίως για το πως αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Παρότι ο κάθε γιατρός μπορεί να επιλέξει το δικό του προσωπικό στυλ, παρατίθενται κάποια παραδείγματα όπως: «τι νομίζετε ότι σας συμβαίνει;», «ανησυχείτε ότι είναι κάτι σοβαρό;».

Πριν από την παροχή πληροφοριών, ο γιατρός θα πρέπει να μάθει τι γνωρίζει ο ασθενής για την κατάστασή του ή τι θα ήθελε να γνωρίζει. Πολλές φορές, άλλοι γιατροί ή οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης έχουν ήδη κοινοποιήσει πληροφορίες στον ασθενή, οι οποίες του έχουν δημιουργήσει συγκεκριμένες αντιλήψεις για την ασθένειά του ή μπορεί να του έχουν προκαλέσει σύγχυση. Επιπλέον, ο ασθενής έρχεται στο γιατρό με υφιστάμενες και καλά εγκατεστημένες προκαταλήψεις σχετικά με την κατάστασή του, οι οποίες μπορεί να βασίζονται στην κοινωνική εκμάθηση ή σε άλλες λιγότερο έγκυρες πηγές. Είναι επομένως σημαντικό ο γιατρός να κατανοήσει τι αντιλαμβάνεται ο ασθενής, καθώς και το επίπεδο παρανόησης αναφορικά με την προσλαμβανόμενη πληροφόρηση.

Επιπλέον, δεν θέλουν όλοι οι ασθενείς το ίδιο επίπεδο πληροφόρησης. Κάποιοι θέλουν μια γενική ενημέρωση, ενώ κάποιοι άλλοι απαιτούν εξαντλητικές λεπτομέρειες.

Ο γιατρός θα πρέπει να αξιολογήσει το επίπεδο πληροφόρησης που αναζητά ο κάθε ασθενής και να παρουσιάσει αυτές τις πληροφορίες με τρόπο σαφή και κατανοητό. Η παροχή πληροφοριών θα πρέπει να πραγματοποιείται σταδιακά και αφού προηγουμένως έχει ελεγχθεί το επίπεδο κατανόησης του ασθενή. Όταν είναι εφικτό, η παροχή πληροφοριών θα πρέπει να γίνεται γραπτά, ώστε να δοθεί χρόνος στον ασθενή κα κατανοήσει το πρόβλημα.

Ένα καλό σημάδι για την εκτίμηση της κατάστασης και την καθοδήγηση της περαιτέρω συζήτησης αποτελεί η φύση των ερωτήσεων που κάνει ο ασθενής. Εάν οι ερωτήσεις εκφράζουν την προσπάθεια για κατανόηση των πληροφοριών που μόλις παρουσιάστηκαν, η παροχή επιπλέον λεπτομερειών μπορεί να δικαιολογηθεί. Εάν οι ερωτήσεις αντανακλούν σύγχυση, είναι σκόπιμο ο γιατρός να επιστρέψει στην παροχή βασικών πληροφοριών για την ασθένεια και τη θεραπεία. Αν ο ασθενής δεν έχει ερωτήσεις ή αισθάνεται προφανώς άβολα, αυτή είναι μία καλή ευκαιρία για τον γιατρό να σταματήσει την συζήτηση και να προσαρμοστεί αναλόγως στην επιθυμία του ασθενή.

Το να βομβαρδίζουμε τον ασθενή με πληροφορίες που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ή να επεξεργαστεί δεν αποτελεί πάντα την καλύτερη προσέγγιση. Επιπλέον, η διαδικασία ενημέρωσης θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ήρεμους ρυθμούς, ώστε να δίδεται ο απαραίτητος χρόνος στους ασθενείς να κατανοήσουν τις νέες πληροφορίες, να εκφράσουν τις απορίες τους και να μιλήσουν χωρίς φόβο στο γιατρό τους για όλα όσα σκέφτονται.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Πότε μην Καταστρέψετε την Ελπίδα

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Πότε μην Καταστρέψετε την Ελπίδα

Κατά την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων, πολλά συναισθήματα μπορεί να κατακλύσουν τους ασθενείς, όπως:

  • Ενοχή: «Είναι δικό μου λάθος, αν δεν είχα αγνοήσει τα πρώτα συμπτώματα δεν θα είχε συμβεί αυτό».
  • Θυμός: «Δεν θα είχα φτάσει σε αυτή την κατάσταση, αν έκανα τακτικά check up».
  • Φόβος: «Τι θα γίνει από εδώ και πέρα, ποια η πιθανότητα να το ξεπεράσω;».
  • Θλίψη: «Γιατί να συμβεί αυτό σε μένα;».

Σε αυτή τη δύσκολη φάση, ο γιατρός μπορεί να φανεί χρήσιμος στον ασθενή ακούγοντας τις ανησυχίες του, διερευνώντας τα συναισθήματά του και καθησυχάζοντας τον με φράσεις όπως: «ξέρω ότι αισθάνεστε πολύ συγκλονισμένος και τρομοκρατημένος με τη νέα κατάσταση, αλλά πείτε μου τι είναι αυτό που θα σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα».

Ποτέ μη καταστρέψετε την ελπίδα και την πίστη του ασθενούς.

Δεδομένου ότι η διάρκεια της ζωής που έχει απομένει είναι μικρή δεν θα πρέπει να είναι μικρή και η ποιότητα, η οποία εκτός από την ασθένεια καταστρέφεται και όταν ζει κάποιος χωρίς καμία ελπίδα και χωρίς καμία προσδοκία και πίστη. Βέβαια δεν είναι σωστό να δημιουργούνται λανθασμένες προσδοκίες, πολλές φορές αρκεί να διαβεβαιώσετε τον ασθενή ότι είστε εκεί και ότι δεν θα τον εγκαταλείψετε.

Δεν θα πρέπει να λέτε ψέματα, αλλά ούτε ότι σκέφτεστε ακριβώς με ψυχρότητα και αγένεια, χωρίς να το φιλτράρετε πρώτα.

Προετοιμάστε τον ασθενή για το τι τον περιμένει μπορεί να είναι περαιτέρω εξετάσεις, μπορεί να είναι θεραπεία μπορεί να είναι και τα δύο ή μπορεί να μη μπορείτε να κάνετε τίποτα πλέον πέρα από ανακουφιστική αγωγή.

Οι περισσότεροι ασθενείς συχνά ρωτούν για την πρόγνωση της νόσου. Άλλοι θέλουν να έχουν μια αίσθηση για το μέλλον τους, ώστε να μπορούν να προγραμματίσουν τη ζωή τους. Άλλοι είναι τρομοκρατημένοι και ελπίζουν ότι ο γιατρός τους θα τους καθησυχάσει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο σοβαρά.

Πριν ο γιατρός ενημερωθεί σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ο ασθενής θα κάνει αυτές τις ερωτήσεις θα πρέπει να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους το κάνει. Ερωτήσεις που μπορεί να κάνει προκειμένου να καταλάβει τους λόγους μπορεί να συμπεριλαμβάνουν:

  • Τι περιμένετε ότι θα συμβεί;
  • Τι θα θέλατε να συμβεί;
  • Πόσο συγκεκριμένος περιμένετε να είμαι;
  • Ποιός είναι χειρότερος φόβος σας σχετικά με αυτό που σας συμβαίνει;

Θα πρέπει να σκεφτείτε πριν δώσετε πληροφορίες αναφορικά με την πρόγνωση.

Ασθενείς που θα ήθελαν να σχεδιάσουν τη ζωή τους σε σχέση με το χρόνο που τους απομένει θα ήθελαν πληροφορίες με ποιό αναλυτικό τρόπο. Όσοι είναι τρομοκρατημένοι, θα ήθελαν πιο γενικές απαντήσεις.

Απαντήσεις όπως έχετε 6 μήνες ζωή ενέχουν τον κίνδυνο να προκαλέσουν απογοήτευση, θυμό και σύγχυση.

Εναλλακτικά θα μπορούσατε να μιλήστε για ένα μέσο όρο πρόγνωσης όπως: « πολλοί ασθενείς τα καταφέρνουν καλά για πάνω από ένα χρόνο, κάποιοι άλλοι τα καταφέρουν για ένα εξάμηνο, τι θα συμβεί σε εσάς δεν το γνωρίζουμε ακριβώς. Θα ελπίζουμε για το καλύτερο και θα σχεδιάζουμε πως θα αντιμετωπίσουμε χωρίς πόνο το χειρότερο. Θα αποκτήσουμε καλύτερη αίσθηση για το πως θα χειριστούμε την κατάσταση, καθώς τα πράγματα θα εξελίσσονται».

Αν και οι περισσότεροι ασθενείς θέλουν να γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες σχετικά με την ιατρική τους κατάσταση, δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει σε κάθε εξατομικευμένη περίπτωση και θα πρέπει να σεβόμαστε το δικαίωμα του κάθε ασθενή να γνωρίζει, να τα γνωρίζει όλα ή να μην γνωρίζει τίποτα.

Μερικά παραδείγματα για να διερευνήσουμε το βαθμό πληροφόρησης, τον οποίο θα εφαρμόσουμε σε κάθε ασθενή, αποτελούν ερωτήσεις όπως: «θα θέλατε να γνωρίζετε όλες τις λεπτομέρειες αναφορικά με τι πραγματικά συμβαίνει ή θα προτιμούσατε μία σύντομη ενημέρωση;», «θέλετε να σας εξηγήσω με κάθε λεπτομέρεια τη θεραπεία που θα ακολουθήσετε ή θα προτιμούσατε να προχωρήσουμε με βάση αυτό που εγώ πιστεύω ότι είναι καλύτερο για την περίπτωσή σας;».

Επιπλέον, πριν προχωρήσετε στην ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων προειδοποιήστε τον ασθενή ότι πρόκειται να ανακοινώσετε κάτι δυσάρεστο.

Δεν υπάρχει λόγος να ρίξετε μία «λεκτική βόμβα» που μπορεί να συγκλονίσει τα θεμέλια της ύπαρξής του, όταν μπορείτε να χειριστείτε το θέμα πιο ευγενικά και ανθρώπινα.

Δώστε χρόνο στον ασθενή να προετοιμαστεί για τη νέα δύσκολη κατάσταση που τον περιμένει. Παραδείγματα δηλώσεων προειδοποίησης περιλαμβάνουν φράσεις όπως: «δυστυχώς έχω να σας πω κάτι δυσάρεστο», «είναι θλιβερό που πρέπει να σας πω…».

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, είναι εξίσου σημαντικό να είμαστε ειλικρινείς και ταυτόχρονα να μην υποτιμούμε τη σημαντικότητα της κατάστασης προκειμένου να μην ανησυχήσουμε τον ασθενή, γιατί αυτό μπορεί να τον οδηγήσει σε εφησυχασμό για την κατάσταση και τις επιπτώσεις της ασθένειας στη ζωή του. Υποτίμηση της σοβαρότητας που ενέχει η κατάσταση της υγείας του μπορεί να αποβεί εξαιρετικά παραπλανητική και να δημιουργήσει σύγχυση στον ασθενή, μέσω αντικρουόμενων πληροφοριών που μπορεί να συλλέξει από άλλες πηγές.

Αποφύγετε την τεχνική ορολογία και την επιστημονική γλώσσα, εξηγήστε στον ασθενή με σαφήνεια την κατάσταση. Δώστε τις πληροφορίες σταδιακά και διευκρινίστε ότι ο ασθενής καταλαβαίνει όλα όσα του είπατε. Ίσως να χρειαστεί να επαναλάβετε αρκετές φορές, ώστε ο ασθενής να κατανοήσει τη νέα πληροφορία και να προχωρήσετε σε επιπλέον πληροφόρηση. Θα μπορούσατε να συζητήσετε διευκρινίσεις όπως: «καταλάβατε τι εννοώ;», «έχει κάποιο νόημα αυτό που σας λέω ή θα θέλατε να το αναλύσουμε επιπλέον;».

Συναισθήματα και αντιδράσεις που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της συζήτησης θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται εγκαίρως πριν δυναμιτίσουν τη συζήτηση.

Θα πρέπει επίσης να αποφεύγεται η υπερβολική ευθύτητα, καθώς μπορεί να σοκάρει τον ασθενή και να τον κάνει να θυμώσει λόγω της ψυχρότητας-αδιαφορίας ή λόγω της έλλειψης σεβασμού στην προσωπικότητά του. Επίσης για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση φράσεων όπως: «δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε».

Αν και η ανάγκη για αλήθεια παραμένει πρωταρχική, την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημιουργία αισθήματος ελπίδας ότι όλα θα πάνε καλά, ειδικά σε περιπτώσεις που φαντάζουν απελπιστικές, δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο μίας ανίατης ασθένειας και στους ασθενείς τελικού σταδίου, δεν θα πρέπει να αποθαρρύνεται ο ασθενής και να του στερείται κάθε ελπίδα, δεδομένου ότι μία πιο αισιόδοξη προοπτική μπορεί να λειτουργήσει καθησυχαστικά στον πόνο και στη δυσφορία που μπορεί να αισθάνεται ο ασθενής, καθώς η ελπίδα και τα αισθήματα συναισθηματικής ανακούφισης που μπορεί να δημιουργήσει δύναται να αποδειχτούν μέγιστης αξίας και σημασίας.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Στο Μυαλό του Ασθενή

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Στο Μυαλό του Ασθενή

Κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης των δυσάρεστων νέων, πολλά συναισθήματα και παρατεταμένες συναισθηματικές καταστάσεις μπορεί να κατακλύσουν τον ασθενή. Οι ασθενείς αναφέρουν μία ποικιλία συναισθηματικών αντιδράσεων στο άκουσμα δυσάρεστων νέων, όπως σοκ, τρόμος, θυμός, άγχος, θλίψη, αποδοχή της νέας κατάστασης.

Η συμπεριφορά του γιατρού και ο τρόπος που επικοινωνεί τα δυσάρεστα νέα είναι πιο σημαντικά από ό,τι οι πληροφορίες που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της κλινικής συνάντησης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ασθενείς, οι οποίοι αισθάνονταν ότι η παροχή πληροφοριών πραγματοποιήθηκε με λανθασμένο τρόπο, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να είναι καταθλιπτικοί ή ανήσυχοι σε σχέση με τους ασθενείς οι οποίοι ήταν ικανοποιημένοι.

Ας δούμε όμως κάποια από τα πιο συνηθισμένα συναισθήματα που βιώνει ο ασθενής, προκειμένου να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο βιώνει την ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων.

Άγχος

Το άγχος αποτελεί μία καθολική απάντηση στην αβεβαιότητα, την οποία προκαλεί μια απειλητική για τη ζωή ασθένεια και η απειλή του θανάτου. Η ανησυχία σηματοδοτεί απειλή για την ευημερία και την ακεραιότητα του ατόμου. Χαμηλά επίπεδα άγχους μπορεί να ενεργοποιήσουν τον ασθενή να κινητοποιηθεί στην αντιμετώπιση της νέας απειλής για τη ζωή του, υπερβολικό άγχος μπορεί να λειτουργήσει συγχυτικά και να εμποδίσει τον ασθενή να διαχειριστεί αποτελεσματικά την νέα κατάσταση που καλείται να αντιμετωπίσει.

Ο φόβος για το πως θα εξελιχθούν τα συμπτώματα, το άγνωστο και το πρωτόγνωρο της εμπειρίας, ο φόβος για τα φάρμακα και τις εξετάσεις, μπορούν επίσης να επιτείνουν την αίσθηση του άγχους.

Οι ασθενείς με άγχος μπορεί να μην ανεχθούν θεραπείες με επιτυχία και να διακόψουν τα χορηγούμενα θεραπευτικά σχήματα. Το άγχος μπορεί να οδηγήσει ορισμένους ασθενείς να αποκρύψουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τα συμπτώματα, λόγω του φόβου για το τι θα μπορούσε να αποκαλυφθεί. Επίσης, ανήσυχοι ασθενείς δεν μπορούν να αφομοιώσουν τις νέες πληροφορίες και μπορεί να κάνουν ξανά και ξανά τις ίδιες ερωτήσεις, να μην κάνουν λογικές ερωτήσεις ή να είναι καχύποπτοι στις συστάσεις του γιατρού. Ακόμα, το άγχος μπορεί να μειώσει την αντοχή στον πόνο και να προκαλέσει εντατικοποίηση της σωματικής δυσφορίας. Η άρνηση της ασθένειας είναι ένα παράδειγμα μίας ακραίας μορφής του άγχους, κατά την οποία ο ασθενής δείχνει ότι η πραγματικότητα της ασθένειας είναι αφόρητη. Η άρνηση χρησιμεύει ως ψυχολογική άμυνα προστατεύοντας τον ασθενή, τουλάχιστον προσωρινά, από τον πόνο και τη δυστυχία που σχετίζονται με την πραγματικότητα.

Όταν ο κλινικός γιατρός βρεθεί αντιμέτωπος με ένα ανήσυχο ασθενή, θα πρέπει να αναγνωρίσει και να διαφοροποιήσει το βαθμό στον οποίο το άγχος αντιπροσωπεύει μία οξεία ή υποξεία αντίδραση στην ασθένεια ή αποτελεί μέρος μίας πραγματικά αγχώδους διαταραχής και κατάθλιψης.

Σε γενικές γραμμές, οι ασθενείς που είναι εξαιρετικά ανήσυχοι επεξεργάζονται με δυσκολία τις νέες πληροφορίες. Ενήμεροι γιατροί, οι οποίοι παρέχουν στον ασθενή την ευκαιρία να μοιραστεί τις ανησυχίες και τους φόβους του αναπτύσσουν το έδαφος για αποτελεσματικότερη διαχείριση της ιατρικής κατάστασης που αντιμετωπίζουν.

Θυμός

Πολλοί ασθενείς αντιδρούν με θυμό στην αναγγελία δυσάρεστων νέων. Ο θυμός σε αυτή την περίπτωση είναι συχνά μία απάντηση στην απώλεια ή στην νέα απειλητική κατάσταση και εξυπηρετεί τον σκοπό της κινητοποίησης των εσωτερικών συναισθηματικών πόρων και αντοχών για την καταπολέμηση της ασθένειας.
Πολλοί παράγοντες μπορεί να συνεισφέρουν στη μεγιστοποίηση συναισθημάτων θυμού: καθυστερήσεις στη διάγνωση, κατάθλιψη, ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, πόνος που παραμένει χωρίς παρηγορητική αγωγή, απογοήτευση, συναισθήματα εγκατάλειψης από το Θεό (για όσους πιστεύουν), έλλειψη προοπτικής. Τα συναισθήματα αυτά μπορεί να εκφραστούν έμμεσα με οργή του ασθενή στον ίδιο ή στο γιατρό του.

Κακή διαχείριση, καθημερινές ταπεινώσεις και ενοχλήσεις στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης μπορεί επίσης να επιτείνουν την κατάσταση. Μερικοί ασθενείς μπορεί να εκφράσουν το θυμό τους πολύ άμεσα και ανοιχτά, ενώ άλλοι μπορεί να αντιδράσουν εκφράζοντας τη λύπη τους και προσπαθώντας να ελέγξουν και να αμβλύνουν το συναίσθημα του θυμού.

Όταν ένας ασθενής είναι θυμωμένος, η ακρόαση, η αναγνώριση και η επικύρωση των συναισθημάτων του μπορεί να λειτουργήσουν θεραπευτικά.
Ενθαρρύνοντας τον ασθενή να μιλήσει για τα συναισθήματά του και τις πηγές από τις οποίες εκπορεύεται ο θυμός του μπορεί να λειτουργήσει ως η κατάλληλη συνταγή που θα αμβλύνει το συναισθηματικό πόνο, καθώς και να εξομαλύνει το πλάνο της θεραπευτικής διαδικασίας.

Το να αισθανθεί ο ασθενής ότι τον ακούν και τον κατανοούν μπορεί να βοηθήσει να διαλυθεί ο θυμός του. Από την άλλη πλευρά, όταν ο γιατρός ανταποκρίνεται αμυντικά ο θυμός του ασθενή μπορεί να κλιμακωθεί. Η επικοινωνία με ζεστασιά, εν-συναίσθηση και κατανόηση μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή να ανακτήσει το χαμένο έλεγχο και την αίσθηση προοπτικής. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για να προετοιμαστεί ένας ασθενής για τη συμμετοχή του στις αποφάσεις της θεραπείας, είναι να εξασφαλιστεί ότι καταλαβαίνει τις πληροφορίες που του έχουν δοθεί.

Η ψυχολογική κατάσταση μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες θα γίνουν αντιληπτές. Για παράδειγμα, όταν είμαστε θυμωμένοι είναι εύκολο να πούμε πράγματα που δεν τα εννοούμε πραγματικά, που μπορεί αργότερα να μετανιώσουμε ή μπορεί να παρερμηνευθούν από τους άλλους.

Όταν είμαστε αγχωμένοι και συναισθηματικά συγκλονισμένοι ή ευάλωτοι δημιουργούμε περισσότερες πιθανότητες αυτά που λέμε να παρερμηνευθούν από άλλους, να στείλουμε απωθητικά ή συγχυτικά, μη λεκτικά μηνύματα και σήματα, τα οποία συνήθως οφείλονται σε σπασμωδική συμπεριφορά και δεν ισχύουν σε κανονικές συνθήκες ψυχικής διάθεσης. Γι’ αυτό το λόγο θα ήταν χρήσιμο να «πάρουμε» λίγο χρόνο για να ηρεμήσουμε πριν συνεχίσουμε τη συνομιλία.

Ωστόσο, η διαδικασία της προσαρμογής στις θλιβερές ειδήσεις μπορεί να πάρει μέρες ή και εβδομάδες. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο ασθενής είναι απορροφημένος με θέματα ζωής και θανάτου και με την ανησυχία και την αβεβαιότητα που ενέχει η ματαιότητα της ίδιας του της ύπαρξης και θα πρέπει να υπάρξει κατανόηση και να δοθεί ο κατάλληλος χρόνος αντίδρασης και προσαρμογής στη νέα κατάσταση.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Μην πυροβολείτε τον Αγγελιοφόρο

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων: Μην πυροβολείτε τον Αγγελιοφόρο

Η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων μπορεί να αποβεί, μία εξαιρετικά αγχωτική διαδικασία για το γιατρό και τους εμπλεκόμενους επαγγελματίες υγείας. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ο “αγγελιοφόρος” κακών ειδήσεων έχει έντονα συναισθήματα όπως το άγχος, το βάρος της ευθύνης, το φόβο της αρνητικής αντίδρασης του ασθενή και των οικείων του. Αυτό το άγχος μπορεί συνειδητά ή υποσυνείδητα να οδηγήσει σε απροθυμία ανακοίνωσης των δυσάρεστων νέων και πολλές φορές σε ψυχρή, αδιάφορη ή αγενή συμπεριφορά. Η διαδικασία αυτή μπορεί να έχει επίσης αρνητική επίδραση, όταν ο γιατρός έχει μικρή εμπειρία ή η πιθανότητα για θεραπεία είναι περιορισμένη.

Ο γιατρός που κομίζει τα δυσάρεστα νέα μπορεί να αισθάνεται αβοήθητος, ειδικά όταν δεν υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αισθάνεται αδικαιολόγητα ένοχος, λόγω της προσωπικής του αίσθησης περί ηθικής ευθύνης.

Οι κλινικοί γιατροί συχνά αισθάνονται άβολα συζητώντας για την πρόγνωση και τις πιθανές θεραπευτικές επιλογές, όταν οι πληροφορίες είναι δυσμενείς και αντιφατικές.
Δεν θα πρέπει να μας προκαλεί αίσθηση και έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί γιατροί μπορεί να προβαίνουν σε απόκρυψη μέρους της αλήθειας προς τον ασθενή σε μία προσπάθεια να αποφύγουν είτε την αντίδραση του ασθενή, είτε τις δικές τους συναισθηματικές αντιδράσεις.

Οι κλινικοί γιατροί στο πλαίσιο της φροντίδας των ασθενών με απειλητική για τη ζωή τους ασθένεια αναπόφευκτα αντιμετωπίζουν οδυνηρές συναισθηματικές αντιδράσεις, όπως η κατάθλιψη, ο θυμός, η θλίψη και ο φόβος, τόσο των ασθενών, όσων και των συγγενών τους. Έντονα συναισθήματα συχνά προκαλούν συναισθήματα αδυναμίας και φόβου στον κλινικό γιατρό. Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι πολλοί γιατροί βιώνουν άγχος αμέσως μετά την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων, το οποίο διαρκεί από ώρες έως και τρεις μέρες μετά την ανακοίνωση.

Αντίστοιχες συναισθηματικές αντιδράσεις οφείλονται είτε στην ιδιοσυγκρασία του γιατρού, είτε σε έλλειψη εκπαίδευσης στην ανακοίνωση της διάγνωσης και μπορεί να αφορούν:

  • Την αβεβαιότητα αναφορικά με τις προσδοκίες του ασθενή.
  • Την ενοχή: «θα έπρεπε να είχα εντοπίσει πιο νωρίς τον καρκίνο».
  • Το φόβο: «τι θα συμβεί αν καταρρεύσει ή αρχίσει να κλαίει;».
  • Την καταστροφή της ελπίδας: «δεν θέλω να πάρω την ευθύνη ότι θα του στερήσω κάθε ελπίδα».
  • Την αβεβαιότητα και την αμηχανία ως προς τη διαχείριση του άγνωστου.
  • Το φόβο αναφορικά με τη δική τους επάρκεια ως προς τη διαχείριση μίας ανεξέλικτης νόσου.

Σε απάντηση σε αυτά τα συναισθήματα, οι γιατροί θα πρέπει να αισθάνονται ότι μπορούν να τα «διορθώσουν» να καθησυχάσουν τον ασθενή και να τον βοηθήσουν να αποκαταστήσει τη συναισθηματική του ισορροπία.

Η ικανότητα του γιατρού να ακούσει και να απαντήσει με εν-συναίσθηση τον ασθενή είναι ένας καθοριστικός παράγοντας για την ικανοποίηση των ασθενών.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις πιθανές επιπτώσεις της ανακοίνωσης των δυσάρεστων νέων. Η επικοινωνία δυσάρεστων νέων δεν είναι μία προαιρετική επικοινωνιακή δεξιότητα, αλλά αποτελεί μέρος της καθημερινής κλινική πρακτικής. Είναι φυσικό ο γιατρός να αισθάνεται ανήσυχος αναφορικά με την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων στον ασθενή και στους συγγενείς του, γι’ αυτό θα πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένος.

Συχνά οι κλινικοί γιατροί μπορεί να βρίσκουν τους ασθενείς εχθρικούς στη συμπεριφορά τους, αλλά αυτό κυρίως συμβαίνει λόγω των συναισθημάτων που τους προκαλεί η απελπισία, η απογοήτευση, η σύγχυση, ο θυμός, η αβεβαιότητα και η θλίψη.

Η ικανότητα του γιατρού να αναγνωρίσει και να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα μπορεί να είναι επικουρική στην αποτελεσματική διαχείριση των προβλημάτων και να οδηγήσει σε μια επιτυχημένη θεραπευτική συνεδρία. Οι ασθενείς που είναι θυμωμένοι μπορεί να παρουσιάσουν χαμηλότερα επίπεδα πρόσληψης και ανάκλησης σημαντικών πληροφοριών για τη διαχείριση της κατάστασής τους.

Τα περισσότερα προβλήματα σχέσεων, είναι προβλήματα που προκύπτουν από την κακή επικοινωνία. Η συζήτηση για τους φόβους, τις ανησυχίες και τις επιπτώσεις της ασθένειας στη ζωή του ασθενή, αποτελεί ένα πρώτο βήμα στην αναγνώριση της κατάστασης και κυρίως στη διάγνωση ότι η συμπεριφορά αποτελεί μέρος της ασθένειας και δεν οφείλεται σε βαθύτερες διαταραχές, οι οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν από άλλο εξειδικευμένο επαγγελματία υγείας.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Όταν τα Νέα για την Υγεία μας δεν είναι Kαλά

Όταν τα Νέα για την Υγεία μας δεν είναι Kαλά

Στον τομέα της υγείας, τα δυσάρεστα νέα μπορεί να σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Μιλώντας γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η πληροφορία που επηρεάζει δυσμενώς την άποψη και την προοπτική του ατόμου για το μέλλον του και τη ζωή του ή εμπεριέχει τον κίνδυνο διατάραξης ενός καθιερωμένου τρόπου ζωής. Δυσάρεστα νέα μπορεί να είναι επίσης η υποτροπή και εξάπλωση μίας νόσου ή η αποτυχία του θεραπευτικού σχήματος και η εμφάνιση καταστροφικών παρενεργειών από τη θεραπεία.

Κοινός παρονομαστής σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες είναι ότι τα δυσάρεστα νέα αποτελούν ένα μήνυμα που έχει τη δυναμική να συντρίψει τις ελπίδες και τα όνειρα για το μέλλον.

Ο τρόπος που ο γιατρός προχωρά στην ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων εγκαθιστά ένα ανεξίτηλο σημάδι στη σχέση του με τον ασθενή του. Στο πλαίσιο της καθημερινής κλινικής πρακτικής, όταν ο γιατρός συναντά τον ασθενή, συχνά και λόγω επαγγελματικής ρουτίνας έχει την τάση να «πιάσει αμέσως δουλειά» με σκοπό να αντιμετωπίσει το ιατρικό πρόβλημα που έχει μπροστά του. Αυτή η προσέγγιση αφήνει συχνά τον ασθενή ανικανοποίητο, με την έννοια ότι δεν αφιερώθηκε αρκετός χρόνος για να ακουστούν οι ανησυχίες του.

Η ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων έχει αναπτύξει αρνητική παράδοση στις σχέσεις γιατρού-ασθενούς, κυρίως διότι πολλές φορές δημιουργείται η αίσθηση ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Ωστόσο, όπως ακριβώς υπάρχει η ψυχολογική αναστάτωση, έτσι υπάρχει και η δυνατότητα αλλαγής της αντίληψης του ασθενή, μέσω της κατάλληλης χρήσης τεχνικών επικοινωνίας.

Έχει παρατηρηθεί ότι οι δεξιότητες επικοινωνίας τείνουν να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς εξελίσσεται η ιατρική εκπαίδευση από τα φοιτητικά χρόνια και μετά και κυρίως όταν οι γιατροί χάνουν το ενδιαφέρον και την εστίασή τους στην ολιστική θεραπευτική προσέγγιση του ασθενή.

Επιπλέον, η συναισθηματική και φυσική βιαιότητα που ενέχουν η ιατρική εκπαίδευση και η επαγγελματική πρακτική καταστέλλουν την εν-συναίσθηση, με αποτέλεσμα να απωθείται πολλές φορές για λόγους άμυνας και αυτοσυντήρησης και να αντικαθίσταται από λεκτική αυστηρότητα, ψυχρότητα και απομάκρυνση και κατά συνέπεια υποτίμηση του ρόλου του ασθενή.

Η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων είναι μία περίπλοκη επικοινωνιακή διαδικασία, η οποία απαιτεί δεξιότητες λεκτικής, μη λεκτικής επικοινωνίας και εν-συναίσθησης.

Η πολυπλοκότητα που ενέχει μπορεί να δημιουργήσει, πολλές φορές, σοβαρές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, όπως για παράδειγμα την ελλιπή κατανόηση από τον ασθενή της φύσης της ασθένειας, της πρόγνωσης ή του σκοπού της θεραπείας, την επιδείνωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς και μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής θα διαχειριστεί την ασθένεια.

Όταν τα δυσάρεστα νέα ανακοινώνονται με λανθασμένο τρόπο, έχουν τη δυναμική να παραμένουν εντυπωμένα για πολύ καιρό στο μυαλό του ασθενή και να επηρεάζουν τον ψυχισμό του, παρότι το αρχικό σοκ που προκλήθηκε τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης μπορεί να ξεχαστεί.

Η κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί ακόμα σοβαρότερα, όταν ο ασθενής μιλάει διαφορετική γλώσσα και προέρχεται από διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον ή έχει ειδικές ανάγκες σε επίπεδο μαθησιακών και σωματικών αναπηριών.
Η επικοινωνία δυσάρεστων νέων θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη δεξιότητα του κλινικού γιατρού. Η κατανόηση του φάσματος των συναισθηματικών αντιδράσεων των ασθενών κατά τη στιγμή και μετά την αναγγελία δυσάρεστων νέων, επιτρέπει στο γιατρό να υποστηρίξει αποτελεσματικότερα τον ασθενή.

Οι γιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η δική τους αίσθηση αναφορικά με το τι αποτελεί καλή συνάντηση μπορεί να διαφέρει από εκείνη των ασθενών, οι οποίοι μπορεί να έχουν διαφορετικό εκπαιδευτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο. Επιτυχημένη συνάντηση με τον ασθενή μπορεί να βοηθήσει, ώστε και ο ασθενής να αισθάνεται καλά και ο γιατρός να αισθάνεται ότι έχει επιτελέσει τη δέσμευσή του για αποτελεσματική φροντίδα.

Οι γιατροί και οι ασθενείς μπορούν να βελτιώσουν την επικοινωνία τους επιδιώκοντας να κατανοήσουν την προοπτική του άλλου και βελτιώνοντας τον τρόπο με τον οποίο τον προσεγγίζουν δεδομένου ότι η αποτελεσματική επικοινωνία βασίζεται περισσότερο στο να ακούμε και να παρατηρούμε παρά το να μιλάμε συνέχεια, να ασκούμε κριτική και να δίνουμε οδηγίες, συμβουλές και συστάσεις.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων στην Υγεία: Πες το με το σωστό τρόπο

Ανακοίνωση Δυσάρεστων Νέων στην Υγεία: Πες το με το σωστό τρόπο

Από τη στιγμή της λήψης του ιατρικού ιστορικού μέχρι τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και της παροχής πληροφόρησης για τη χορήγηση του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος, η σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς βασίζεται στην αποτελεσματική επικοινωνία. Στις μεταξύ τους συναντήσεις, λεκτικά και μη λεκτικά σήματα και σύμβολα επικοινωνίας συγκροτούν ένα σημαντικό επικοινωνιακό σχήμα στο πλαίσιο της ιατρικής πρακτικής.

Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνιακής διαδικασίας συμπεριλαμβάνει απαραίτητα το διαμερισμό και τη διάδοση της πληροφορίας αναφορικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία, οι περισσότεροι γιατροί εμπειρικά αναγνωρίζουν ότι οι ιατρικές επισκέψεις δεν αφορούν μόνο την αντιμετώπιση της ασθένειας, αλλά αποτελούν επιπλέον ένα είδος ψυχολογικής σύνδεσης και υποστήριξης για τον ασθενή.

Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η καλή επικοινωνία είναι το πρώτο βήμα στη θεραπευτική σχέση και αποτελεί τη βάση για την παροχή ποιοτικής ιατρικής φροντίδας και τη συμμόρφωση στις θεραπευτικές οδηγίες.

Στην Ελλάδα πολύ λίγα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τον αντίκτυπο που έχει η κακή επικοινωνία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και στην ποιότητα ζωής του ασθενούς. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι γιατροί λαμβάνουν μικρή έως καθόλου εκπαίδευση αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο οι πληροφορίες που παρέχουν στους ασθενείς τους θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανάλογα με τη χρονική στιγμή της θεραπείας, τη σοβαρότητα του νοσήματος και το προφίλ του ασθενούς.

Παρατηρείται επίσης έλλειψη στοιχείων σχετικά με το πώς να κατευθύνουν δύσκολες συνομιλίες με συγκεκριμένους στόχους και να ασχοληθούν με ασθενείς, οι οποίοι είναι απρόθυμοι να αναγνωρίσουν και να διαχειριστούν την επιδείνωση της υγείας τους.

Ανατρέχοντας τη διεθνή βιβλιογραφία παρατηρούμε περιπτώσεις γιατρών, οι οποίοι δήλωσαν ότι αποφεύγουν τη συζήτηση των συναισθηματικών και των κοινωνικών επιπτώσεων των προβλημάτων των ασθενών, διότι τους προκαλεί θλίψη το γεγονός ότι δεν έχουν τη δεξιότητα ή το χρόνο να τους βοηθήσουν εμπράκτως. Αντίστοιχες καταστάσεις μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τους γιατρούς και να αυξήσουν το επαγγελματικό τους άγχος.

Από την άλλη πλευρά, ανάλογη συμπεριφορά των γιατρών μπορεί να προκαλέσει απροθυμία από πλευράς ασθενών να μιλήσουν με λεπτομέρεια και με ειλικρίνεια για τα προβλήματά τους και το γεγονός αυτό μπορεί να καθυστερήσει ή να επηρεάσει δυσμενώς τη θεραπευτική διαδικασία.

Η επικοινωνία δυσάρεστων νέων θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδη δεξιότητα του κλινικού γιατρού. Οι γιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η δική τους αίσθηση αναφορικά με το τι αποτελεί καλή συνάντηση, μπορεί να διαφέρει από εκείνη των ασθενών και θα πρέπει να αντιληφθούν ότι ο τρόπος με τον οποίο προβαίνουν στην ανακοίνωση δυσάρεστων νέων μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με το οποίο ο ασθενής θα διαχειριστεί την πορεία και την εξέλιξη της νόσου.

Επιπλέον οι βασικές αρχές επικοινωνίας θα πρέπει να αποτελούν διεκδίκηση των ασθενών ώστε να μπορούν και οι ίδιοι να συμμετέχουν ενεργά στην ανταλλαγή, πρόσληψη και αποκωδικοποίηση της ιατρικής πληροφορίας, να είναι σε θέση να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις και να διεκδικούν την ενημερωμένη συγκατάθεση τους.

Υπάρχουν πολλά εμπόδια στη σχέση και στην καλή επικοινωνία μεταξύ γιατρού και ασθενούς, όπως το άγχος, ο φόβος, ο φόρτος εργασίας των γιατρών, ο φόβος δικαστικών προσφυγών, ο φόβος της σωματικής και λεκτικής κακοποίησης, κυρίως όμως η ανεπάρκεια εκπλήρωσης μη ρεαλιστικών προσδοκιών, τόσο από πλευράς ασθενούς, όσο και από πλευράς γιατρού.

Προβληματική επικοινωνία μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις και υποβόσκοντα αρνητικά συναισθήματα, καταστάσεις οι οποίες μπορεί να αποβούν δύσκολα διαχειρίσιμες, δεδομένου ότι μπορεί να προκαλέσουν αισθήματα απελπισίας, απογοήτευσης, σύγχυσης, θυμού, ανασφάλειας, αδυναμίας, θλίψης και παραίτησης από τη μάχη για τη ζωή και την ανάκτηση της χαμένης ισορροπίας. Επιπλέον μπορεί να οδηγήσουν σε ιατρικά σφάλματα και δικαστικές προσφυγές.

Ο γιατρός αποτελεί την πιο σημαντική πηγή ψυχολογικής υποστήριξης του ασθενή και η εν-συναίσθηση που μπορεί να επιδείξει κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης μπορεί να μειώσει τα συναισθήματα απομόνωσης και απελπισίας των ασθενών, καθώς και να επικυρώσει τα θετικά τους αισθήματα για την έκβαση και την βελτίωση της υγείας τους. Η καλή επικοινωνία επιτρέπει στους ασθενείς να δουν τους εαυτούς τους ως πλήρη και εξίσου σημαντικό συμμετέχοντα στη θεραπευτική διαδικασία και να αυξήσει την αυτοπεποίθησή τους, γεγονός που μπορεί να αποτελέσει σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας αποθεραπείας και επανένταξης.

Η αποτελεσματική επικοινωνία είναι πολλά περισσότερα από ανταλλαγή πληροφοριών και αφορά κυρίως την κατανόηση του συναισθήματος πίσω από την πληροφορία.

Η ειλικρινής επικοινωνία μπορεί να βελτιώσει τις σχέσεις και να εμβαθύνει τη σύνδεση με τους άλλους και αυτό το χαρακτηριστικό της, μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνούμε ακόμη και αρνητικά μηνύματα, χωρίς να δημιουργούμε συγκρούσεις ή να καταστρέφουμε την εμπιστοσύνη. Τέλος θα πρέπει να θυμόμαστε κυρίως όταν δημιουργούνται συγκρούσεις ότι η αποτελεσματική επικοινωνία είναι πάντα σχετική με την κατανόηση του άλλου προσώπου και όχι με την επικράτηση των δικών μας επιχειρημάτων ή με τον εξαναγκασμό των άλλων να αποδεχτούν τις δικές μας απόψεις και πεποιθήσεις.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Απόφασης: Από τη Θεωρία, στην Πράξη

Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Απόφασης: Από τη Θεωρία, στην Πράξη

O γιατρός κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης, ιδιαίτερα των πρώτων συναντήσεων, θα πρέπει να υιοθετήσει ένα πρότυπο συμβουλευτικής υποστηρικτικό και όχι επικριτικό προς τον ασθενή, το οποίο θα εμπεριέχει ευγενική περιέργεια και αμεροληψία, αναφορικά με τις προτεινόμενες θεραπείες, με στόχο να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης με τον ασθενή.

Η συζήτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει:

  1. Ανάπτυξη συμπάθειας, εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανόησης.

  2. Ξεκάθαρη ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, οι οποίες θα πρέπει να επιτευχθούν κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης.

  3. Αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών.

  4. Τεκμηρίωση των προτεινόμενων θεραπευτικών προτάσεων.

  5. Υποστήριξη μέσω της επεξήγησης των παρεχόμενων πληροφοριών.

  6. Σύνοψη των αποφάσεων.

Επίσης, είναι σημαντικό να ρωτήσει τους ασθενείς:

  1. Ποιες είναι οι προσδοκίες τους, δηλαδή τι ελπίζουν, αναφορικά με τη θεραπεία.

  2. Τι γνωρίζουν για τη θεραπεία ή την αυτοδιαχείριση της ασθένειάς τους.

  3. Τι γνωρίζουν για τους κινδύνους και τα οφέλη της θεραπείας, τι θα ήθελαν να πληροφορηθούν επιπλέον.

  4. Τι ανησυχίες έχουν, αναφορικά με την ασθένεια ή τη θεραπεία.

  5. Ποιες είναι οι προτιμήσεις τους και ο τρόπος ζωής τους.

Στη συνέχεια, καταγράφεται ένα ανθολόγιο προτάσεων, που αφορούν τον τρόπο που μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά η συμμετοχική λήψη απόφασης:

  1. Δημιουργία φιλικής και ενθαρρυντικής ατμόσφαιρας, μέσω της εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την προσωπικότητα και την υγεία του ασθενούς.

  2. Διερεύνηση και αναγνώριση των προτιμήσεων των ασθενών μέσω απευθείας ερωτήσεων, όπως: «προτιμάτε να γνωρίζετε τα πάντα, δηλαδή όλες τις λεπτομέρειες για την ασθένεια σας- και τα καλά και τα κακά- ή προτιμάτε μια γενική περιγραφή;» «προτιμάτε να λαμβάνετε μόνος σας, τις αποφάσεις ή συναποφασίζετε συζητώντας το με τους άλλους; Ό,τι και να αποφασίσετε να ξέρετε ότι θα σας βοηθήσω».

  3. Επεξήγηση των επιλογών, δεδομένου ότι οι ασθενείς χρειάζεται να κατανοούν το λόγο για τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις. Για παράδειγμα: « θα πρέπει να ξεκινήσουμε χημειοθεραπεία τώρα ή θα πρέπει να περιμένουμε λίγο».

  4. Συζήτηση με τον ασθενή αναφορικά με τις προσδοκίες και τις ανησυχίες του. Για παράδειγμα: «τι είναι αυτό που σας ανησυχεί ή σας φοβίζει περισσότερο;».

  5. Διευκρίνιση της αντίληψης και της κατανόησης του ασθενούς. Είναι σημαντικό να ρωτάμε τον ασθενή, τι ακριβώς έχει καταλάβει, αναφορικά με τη φύση της ασθένειας και τις επιλογές θεραπείας.

  6. Ενθάρρυνση στη συμμετοχική λήψη απόφασης: «είμαι χαρούμενος να σας βοηθήσω, ώστε να πάρετε την απόφαση, η οποία ταιριάζει καλύτερα στον τρόπο ζωής, τις συνήθειες και τις προσδοκίες σας».

  7. Λήψη απόφασης μαζί με τον ασθενή.

  8. Μετά τη λήψη απόφασης ο γιατρός μπορεί να προχωρήσει σε ένα «άτυπο συμβόλαιο συνεργασίας» με τον ασθενή: «τώρα, λοιπόν, που πήρατε την απόφαση, θα πρέπει να τηρήσετε αυστηρά το πλάνο θεραπείας».

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Τι να Ρωτήσω τον Ασθενή

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Τι να Ρωτήσω τον Ασθενή

Μερικές φράσεις οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν τον κλινικό γιατρό να εφαρμόσει στην πράξη τη συμμετοχική λήψη απόφασης μπορεί να είναι:

  1. «Τι απορίες έχετε;»

  2. «Τι ανησυχίες έχετε;»

  3. «Τι είναι αυτό που πρέπει να ξέρω, ώστε να μπορώ να σας βοηθήσω να φτάσετε στην καλύτερη απόφαση;»

  4. «Υπάρχουν και άλλα θέματα που θα θέλατε να συζητήσουμε αναφορικά με την ασθένειά σας;»

  5. «Τι έχετε καταλάβει αναφορικά με αυτό που σας συμβαίνει;»

  6. «Πώς αισθάνεστε, όταν λαμβάνετε τη θεραπεία σας;»

  7. «Τώρα που είναι σαφές τι ακριβώς είναι αυτό που έχετε, πρέπει να σας πω ότι υπάρχουν διαφορετικές ιατρικές επιλογές οι οποίες έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα τους. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δούμε τι είναι καλύτερο για σας και στη συνέχεια να αποφασίσουμε για τα περαιτέρω βήματα που θα ακολουθήσουμε.»

  8. «Υπάρχουν δύο επιλογές θεραπείας για την κατάστασή σας. Η μία είναι η. . . (Χ), η άλλη είναι η . . . (Υ). Επιτρέψτε μου πρώτα να σας εξηγήσω ποια είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της θεραπείας Χ.»

  9. «Μπορείτε να καταλάβετε ότι αυτό δεν συμβαίνει κατ’ ανάγκην σε όλους όσους υποβάλλονται σε θεραπεία. Από ό,τι γνωρίζουμε από τη βιβλιογραφία, από τα 100 άτομα που παίρνουν αυτό το φάρμακο, τα 10 άτομα (αντί 10%) μπορεί να υποφέρουν από αιμορραγία. Μπορεί να είστε ανάμεσα στους 90, οι οποίοι δεν θα πάθουν τίποτα, αλλά αυτό δεν το γνωρίζουμε εκ των προτέρων.»

  10. «Θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπάρχουν κάποιοι σοβαροί κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν την επέμβαση. Δυστυχώς, στους δύο ασθενείς από τους εκατό που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση, μπορεί να παρουσιαστεί κάποιο σοβαρό πρόβλημα.»

  11. «Ξέρω ότι σας έχω δώσει πολλές νέες πληροφορίες ταυτόχρονα, αλλά είναι σημαντικό να μου πείτε αν έχετε καταλάβει αυτές τις πληροφορίες.»

  12. «Όταν ακούσατε αυτό που σας είπα, υπάρχουν σκέψεις ή ανησυχίες που σας ήρθαν στο μυαλό;»

  13. «Μπορούμε να πάρουμε την απόφαση μαζί τώρα, αλλά μπορείτε επίσης να πάρετε λίγο χρόνο να το σκεφτείτε και να μιλήσετε με την οικογένειά σας για το τι είναι καλύτερο για εσάς.»

Είναι σημαντικό όλες οι ερωτήσεις των ασθενών να αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια και σεβασμό. Δεν υπάρχουν ανόητες ερωτήσεις και οι ασθενείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται να εκφράζουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους.

Ακόμη και αν ο γιατρός δεν είναι σε θέση να απαντήσει μια ερώτηση, είναι πιο έντιμο να το παραδεχτεί και να επανέλθει, παρά να παραπληροφορήσει τον ασθενή. Μέσω του ειλικρινούς διαλόγου δομείται σχέση εμπιστοσύνης, η οποία είναι υποβοηθητική στη θεραπευτική διαδικασία. Σε σοβαρές περιπτώσεις δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι ο ασθενής, όπως και κάθε άνθρωπος, φοβάται τον πόνο και τον θάνατο, γι’ αυτόν το λόγο, όταν γίνεται συζήτηση για τα στάδια της θεραπείας θα πρέπει να παρέχεται η σιγουριά στον ασθενή ότι θα διασφαλιστεί μια «άνετη» και ελάχιστα επώδυνη διαδικασία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου : Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Γιατί είναι Σημαντικό να Επικοινωνώ με τον Ασθενή

Γιατί είναι Σημαντικό να Επικοινωνώ με τον Ασθενή

H επικοινωνία είναι βασική παράμετρος σε κάθε δυνατή σχέση και η αποτελεσματική επικοινωνία με επίκεντρο τον ασθενή είναι το κλειδί για την ποιοτική φροντίδα.

Η καλή επικοινωνία είναι τόσο μια ηθική επιταγή, απαραίτητη για την ενημερωμένη συγκατάθεση και την αποτελεσματική συμμετοχή των ασθενών, όσο και ένα μέσο για την αποφυγή λαθών στη διάγνωση, για τη διαχείριση των συμπτωμάτων και για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.

Επιπλέον, η επικοινωνία με επίκεντρο τον ασθενή είναι ηθικά και κοινωνικά σημαντική και μπορεί να οδηγήσει στην άμβλυνση των ανισοτήτων στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

Ένας καλά ενημερωμένος ασθενής είναι καλύτερος ασθενής. Οι ασθενείς οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις και συμμετέχουν στη λήψη της κλινικής απόφασης έχουν καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα και καλύτερη ποιότητα ζωής.

Από τη στιγμή της λήψης του ιατρικού ιστορικού, μέχρι τη στιγμή της ανακοίνωσης της διάγνωσης και της παροχής πληροφόρησης για τη χορήγηση του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος, η σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενούς βασίζεται στην αποτελεσματική επικοινωνία. Στις μεταξύ τους συναντήσεις, λεκτικά και μη-λεκτικά σήματα και σύμβολα επικοινωνίας συγκροτούν ένα σημαντικό επικοινωνιακό σχήμα στο πλαίσιο της ιατρικής πρακτικής.

Παρά το γεγονός, ότι το μεγαλύτερο μέρος της επικοινωνιακής διαδικασίας συμπεριλαμβάνει απαραίτητα το διαμερισμό και τη διάδοση της πληροφορίας αναφορικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία, οι περισσότεροι γιατροί εμπειρικά αναγνωρίζουν ότι οι ιατρικές επισκέψεις δεν αφορούν μόνο την αντιμετώπιση της ασθένειας, αλλά αποτελούν επιπλέον ένα είδος ψυχολογικής σύνδεσης και υποστήριξης για τον ασθενή.

Η καλή επικοινωνία είναι το πρώτο βήμα στη θεραπευτική σχέση και αποτελεί τη βάση για την παροχή ποιοτικής ιατρικής φροντίδας και τη συμμόρφωση στις θεραπευτικές οδηγίες.

Ανατρέχοντας στη διεθνή βιβλιογραφία, παρατηρούμε περιπτώσεις γιατρών, οι οποίοι δήλωσαν ότι αποφεύγουν τη συζήτηση των συναισθηματικών και κοινωνικών επιπτώσεων των προβλημάτων των ασθενών, διότι τους προκαλεί θλίψη το γεγονός ότι δεν έχουν τη δεξιότητα ή το χρόνο να τους βοηθήσουν εμπράκτως. Αντίστοιχες καταστάσεις μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τους γιατρούς και να αυξήσουν το επαγγελματικό τους άγχος.

Από την άλλη πλευρά, ανάλογη συμπεριφορά των γιατρών μπορεί να προκαλέσει απροθυμία από πλευράς ασθενών να μιλήσουν με λεπτομέρεια και με ειλικρίνεια για τα προβλήματά τους και το γεγονός αυτό μπορεί να καθυστερήσει ή να επηρεάσει δυσμενώς τη θεραπευτική διαδικασία.

Ο γιατρός αποτελεί την πιο σημαντική πηγή ψυχολογικής υποστήριξης του ασθενή και η εν-συναίσθηση που μπορεί να επιδείξει κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης, μπορεί να μειώσει τα συναισθήματα απομόνωσης και απελπισίας των ασθενών, καθώς και να επικυρώσει τα θετικά τους αισθήματα για την έκβαση και τη βελτίωση της υγείας τους.

Επιτυχημένη συνάντηση με τον ασθενή μπορεί να βοηθήσει, ώστε και ο ασθενής να αισθάνεται καλά και ο γιατρός να αισθάνεται ότι έχει επιτελέσει τη δέσμευσή του για αποτελεσματική φροντίδα.

Τα οφέλη της καλής επικοινωνίας στο χώρο της υγείας συνοπτικά περιλαμβάνουν:

  1. Θέσπιση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρών και ασθενών, οι οποίες μπορούν να παρακινήσουν τους ασθενείς να μιλήσουν περισσότερο για την ασθένειά τους.

  2. Μείωση των κινδύνων από τη θεραπεία, καθώς και των ιατρικών λαθών.

  3. Αύξηση της ικανοποίησης από τις παρεχόμενες ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες.

  4. Αύξηση της συμμετοχής στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και λήψη καλύτερων και ρεαλιστικότερων αποφάσεων, καθώς και βελτίωση των προσδοκιών από τη θεραπεία.

  5. Καλύτερη συμμόρφωση στο θεραπευτικό σχήμα.

  6. Μείωση της προσφυγής σε δικαστικές διαμάχες.

Η επίδραση της κακής επικοινωνίας στο χώρο της υγείας συνοπτικά περιλαμβάνει:

  1. Μείωση της εμπιστοσύνης και αύξηση της δυσαρέσκειας από το υγειονομικό σύστημα

  2. Μείωση της παροχής πληροφορίας από τον ασθενή στο γιατρό, με κίνδυνο ελλιπούς ή λανθασμένης διάγνωσης.

  3. Μείωση της συμμόρφωσης στο προτεινόμενο θεραπευτικό σχήμα.

  4. Διακοπή της θεραπευτικής φροντίδας.

  5. Παρανόηση των ιατρικών οδηγιών.

  6. Αύξηση των παραπόνων και των καταγγελιών για αμέλεια.

Η πιο συχνή πηγή δυσαρέσκειας των ασθενών είναι η μειωμένη ενημέρωση για τους παράγοντες που αφορούν την ασθένειά τους.

Ασθενείς που χρησιμοποιούν πολλαπλές και έγκυρες πηγές ενημέρωσης:

  1. Είναι περισσότερο συνειδητοποιημένοι για τους κινδύνους που έχουν να διαχειριστούν

  2. Έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και συμμετέχουν περισσότερο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

  3. Επιλέγουν πιο συντηρητικές παρεμβάσεις.

  4. Έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ακολουθήσουν τις οδηγίες και τη θεραπεία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας