Προβλήματα και Περιορισμοί στη Συμμετοχική Λήψη Απόφασης
Τελικά φαίνεται απλό. Ο ασθενής ζητάει ενημέρωση και αποτελεσματική περίθαλψη. Οι γιατροί συζητάνε μαζί του τη θεραπεία. Μετά από ανάλυση όλων των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων, λαμβάνουν μαζί την απόφαση, η οποία θα εξασφαλίσει την καλύτερα διαθέσιμη υγειονομική περίθαλψη. Ο ασθενής είναι χαρούμενος. Ο γιατρός είναι ευτυχισμένος, η αυτοεκτίμηση του και η φήμη του ανεβαίνουν στα ύψη. Όλοι κερδίζουν.
Ενώ η συμμετοχική λήψη απόφασης έχει πολλά πλεονεκτήματα, πολλοί επαγγελματίες υγείας αντιμετωπίζουν εμπόδια, όπως είναι ο επιπλέον χρόνος και οι ειδικές επικοινωνιακές δεξιότητες που απαιτούνται, ώστε να μπορέσουν να την εφαρμόσουν στην καθημερινή κλινική πράξη.
Επιπλέον οι ασθενείς τονίζουν ότι για να πετύχουν κατανόηση και συμμετοχή στη λήψη απόφασης, θα πρέπει να υπάρχει αμοιβαία επικοινωνία και εμπιστοσύνη στη σχέση τους με τους γιατρούς.
Η αυτόνομη, συνειδητή λήψη αποφάσεων από τον ασθενή, συχνά δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε πρακτικό επίπεδο.
Περιορισμένη ικανότητα κατανόησης της ιατρικής γνώσης από τους ασθενείς , περιορισμένη πρόσβαση στις τελευταίες επιστημονικές εξελίξεις, προσωπικές απόψεις και αξιολογικές κρίσεις, αναφορικά με την αιτία των ασθενειών, φαίνεται να εμποδίζουν την αποτελεσματικότητα στη συμμετοχική λήψη απόφασης.
Πολλοί γιατροί εκφράζουν αμφιβολίες, λέγοντας ότι δε θα ήθελαν οι ασθενείς τους να συμμετέχουν στις αποφάσεις, δεδομένου ότι δεν έχουν τη γνώση και την ικανότητα να αποφασίζουν και ότι αυτή η έλλειψη ικανότητας και γνώσεων μπορεί να οδηγήσει σε κακές αποφάσεις. Ο γιατρός έχει γνώση όλων αυτών των δεδομένων, η οποία προέρχεται από έτη εκπαίδευσης και εμπειρίας.
Επομένως, είναι δύσκολο να δοθεί στον ασθενή όλος αυτός ο πληροφοριακός όγκος και να τον κατανοήσει, πριν από κάθε ιατρική παρέμβαση. Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμα και στις ημέρες μας απαιτείται ένας μεγάλος βαθμός εμπιστοσύνης εκ μέρους του ασθενή προς τον θεράποντα ιατρό του, οπότε η «αυθεντική» αυτονομία του ασθενούς είναι απίθανο να υπάρξει σε πρακτικό επίπεδο.
Η αυτόνομη, συνειδητή λήψη αποφάσεων, από τον ασθενή, συχνά δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε πρακτικό επίπεδο. Η εξειδικευμένη γνώση και οι δεξιότητες των επαγγελματιών υγείας έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας ανισόρροπης σχέσης ιατρού – ασθενούς, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο γνωστικό χάσμα μεταξύ των δύο.
Επιπλέον η συμμετοχική λήψη απόφασης θα πρέπει να τοποθετηθεί στο πλέγμα και το πλαίσιο των πραγματικών υποδομών και πόρων, καθώς και στο πλαίσιο του κόστους και της αποτελεσματικότητας.
Ο ασθενής και ο γιατρός είναι και οι δύο κύριοι παράγοντες, που θα πρέπει να αλληλεπιδρούν κατά τη διάρκεια της συμμετοχικής λήψης απόφασης, αλλά υπάρχουν και ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη, όπως για παράδειγμα οι ασφαλιστικοί οργανισμοί και οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης απόφασης.
Ας φανταστούμε την ιατρική πράξη και τη λήψη του ιατρικού ιστορικού, ως μια θεατρική παράσταση. Είναι οι πρωταγωνιστές εκείνοι που παίζουν το κύριο ρόλο, υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι που παίζουν δεύτερο ρόλο, αλλά εξίσου σημαντικό. Η βέλτιστη ισορροπία μεταξύ του γιατρού, του ασθενή και τρίτων μερών, που παρεμβάλλουν σε αυτή τη σχέση είναι μια μακροχρόνια συζήτηση στο πλαίσιο της ιατρικής περίθαλψης.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα διασυνοριακό περιβάλλον. Το αυξανόμενο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης κάνει το θέμα της συμμετοχικής λήψης απόφασης εξ ορισμού προβληματικό.
Το ασφαλιστικό σύστημα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα δίκοπο μαχαίρι που «δεν βρίσκεις άκρη, δεν βρίσκεις γιατρειά».
Οι οργανισμοί αυτοί μέσω μηχανισμών ελέγχου ποιότητας, κόστους και αποτελεσματικότητας μπορούν να περιορίσουν ουσιαστικά το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, καταχωρώντας ως μη αποδεκτές θεραπείες και εξετάσεις, οι οποίες δεν υποστηρίζονται από ισχυρές ερευνητικές ενδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους και μπορούν να εμποδίσουν την άσκηση της ιατρικής με κοντόφθαλμους κανόνες, διαδικαστικά εμπόδια, μη ρεαλιστικές απαιτήσεις και διαγραμμισμένες προγεγραμμένες συνταγές.
Επιπλέον στο πλαίσιο της ιδιάζουσας φύσης της υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης, παρότι συνήθως οι γιατροί κατηγορούνται ότι κάνουν δαπανηρές επιλογές, το ίδιο κάνουν και οι ασθενείς, οι οποίοι και μέχρι πρόσφατα στη χώρα μας δεν πλήρωναν πάντοτε άμεσα για αγαθά και υπηρεσίες που κατανάλωναν, οπότε και το κίνητρο τους για τη συγκράτηση του κόστους, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απουσιάζον.
Η σωστή ισορροπία της συμμετοχικής λήψης απόφασης μεταξύ του γιατρού, του ασθενούς, των ασφαλιστικών εταιρειών και των μηχανισμών ελέγχου ποιότητας, όπως μπορεί να είναι οι κατευθυντήριες οδηγίες και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Με απλά λόγια, ούτε ο ασθενής, ούτε ο γιατρός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με το εκάστοτε σύστημα υγείας, επιβαρύνοντας το και παράλληλα επιβαρύνοντας, το υπόλοιπο των ασθενών που απευθύνονται σε αυτό.
Ο ιατρός, λαμβάνοντας υπόψη πως κάθε ασθενής είναι μια διαφορετική περίπτωση που χρήζει και εξίσου διαφορετικής προσέγγισης, μπορεί να ενημερώσει κατάλληλα τον ασθενή του, βοηθώντας τον να οδηγηθεί σε μία όσο το δυνατό περισσότερο συνειδητή απόφαση.
Η λήψη συνειδητής απόφασης δεν είναι δυνατόν να προϋποθέτει πως ο ασθενής θα πρέπει να αποκτήσει τις γνώσεις, τις οποίες, μπορεί να έχει ένας ιατρός για θέματα της ειδικότητας του, αλλά να κατανοήσει, ανάλογα με τις γνωστικές του δομές, τις παραμέτρους, οι οποίες διέπουν μία απόφαση που επηρεάζει την ποιότητα της ζωής του ή ακόμα και της επιβίωση του.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.