Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Δεν έχω Χρόνο
Ένας σημαντικός περιορισμός προς την εφαρμογή της συμμετοχικής λήψης απόφασης, προέρχεται από την έλλειψη χρόνου. Μελέτες δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια μια ιατρικής επίσκεψης, ο γιατρός διακόπτει τον ασθενή του, πριν προλάβει να εκφράσεις τις απορίες του, ή να εκθέσει όλα τα δεδομένα, τα οποία σχετίζονται με την ασθένειά του.
Συχνά, οι επισκέψεις των γιατρών στον ασθενή με χρόνιο νόσημα περιορίζονται σε σύντομα 15λεπτα, όπου η επικοινωνία περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα για τη διαχείριση της κλινικής κατάστασης, ενώ άλλες φορές, δεν διεξάγεται καθόλου, καθώς όλες οι απαραίτητες ιατρικές πληροφορίες παρέχονται μέσω ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων.
Καθώς, οι γιατροί διαθέτουν όλο και περισσότερο χρόνο χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή, ώστε να εξασφαλίσουν την πρόσβαση τους σε ηλεκτρονικά μητρώα υγείας, εύλογα, υπάρχει η ανησυχία ότι το στοιχείο αυτό μπορεί να περιορίσει το χρόνο της ουσιαστικής επικοινωνίας τους με τους ασθενείς.
Επιπλέον πολλοί συνομιλητές έχουν την τάση να διακόπτουν ή να μιλάνε ταυτόχρονα όταν μιλάει κάποιος.
Η παραπάνω τάση, πολλές φορές μπορεί να αποβεί αποθαρρυντική και συνάμα απογοητευτική, για την επικοινωνιακή διαδικασία, καθώς «περνάμε» το μήνυμα, το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί: «δεν με νοιάζει καθόλου τι έχεις να πεις, γιατί αυτό που λέω εγώ, είναι πιο σημαντικό», «δεν έχω χρόνο, για τη γνώμη σου».
Μελέτη, η οποία διερεύνησε την επίδραση της διακοπής στη συνομιλία, η οποία προκύπτει κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής επίσκεψης, κατέγραψε ότι η διακοπή συνδέεται με αύξηση των διαδικαστικών λαθών, όπως για παράδειγμα είναι οι διαδικασίες αποστείρωσης και αύξηση των λαθών, που είχαν σχέση με την κλινική πρακτική, για παράδειγμα λάθος δοσολογία.
Οι γιατροί, οι οποίοι περνάνε περισσότερο χρόνο με τους ασθενείς τους, αναπτύσσουν πρακτικές επικοινωνίας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχικής λήψης απόφασης, αντίθετα γιατροί που ξοδεύουν λιγότερο χρόνο παρουσιάζουν την τάση να είναι λιγότερο συμμετοχικοί.
Στο τέλος μιας επίσκεψης είναι σημαντικό, ο γιατρός να ακούει προσεκτικά τον ασθενή και να ελέγχει αν κατάλαβε, όλα όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης, κάνοντας ερωτήσεις και ζητώντας του να επαναλάβει ο ίδιος, το πλάνο της θεραπείας που συμφωνήθηκε.
Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι γιατροί θα πρέπει να συνεργάζονται με τους ασθενείς τους, να παρέχουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Όμως στον πραγματικό κόσμο, πολλοί γιατροί τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις, οι οποίες βασίζονται σε έκτακτες εκτιμήσεις, οι οποίες μπορεί να είναι πολλές φορές μεροληπτικές.
Στο πλαίσιο της καθημερινής κλινικής πρακτικής, όταν ο γιατρός συναντά τον ασθενή, συχνά και λόγω επαγγελματικής ρουτίνας υπάρχει η τάση να «πιάσει αμέσως δουλειά», με σκοπό να αντιμετωπίσει το ιατρικό πρόβλημα που έχει μπροστά του. Αυτή η προσέγγιση αφήνει, συχνά, τον ασθενή ανικανοποίητο, με την έννοια ότι δεν αφιερώθηκε αρκετός χρόνος, για να ακουστούν οι ανησυχίες του.
Αυτό που πολύ απλά απαιτείται, πολλές φορές, είναι λίγο περισσότερος χρόνος, ώστε να συζητηθούν διεξοδικά όλες οι θεραπευτικές επιλογές και να διαμοιραστεί η ευθύνη για την εφαρμογή και τον έλεγχο της θεραπείας.
Επιπλέον η διαδικασία ενημέρωσης θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ήρεμους ρυθμούς, ώστε να δίδεται ο απαραίτητος χρόνος στους ασθενείς να κατανοήσουν τις νέες πληροφορίες. Μια καλή τεχνική αποτελούν οι συχνές παύσεις, ώστε να δοθεί χρόνος στον ακροατή, να διατυπώσει τα ερωτήματα του, τα οποία ο γιατρός στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιήσει, ώστε να παρέχει περαιτέρω στοιχειοθετημένη πληροφόρηση.
Δεδομένου, ότι το περιβάλλον παροχής υπηρεσιών υγείας χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση, η έλλειψη χρόνου, η συναισθηματική πίεση, η έλλειψη επικοινωνίας ή μη αποτελεσματική επικοινωνία ή ελλειμματική προσοχή, η παροχή ελλιπούς πληροφόρησης κατά τη διάγνωση και τη θεραπεία μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή του ασθενούς.
Επιτυχής ανταλλαγή των πληροφοριών εξασφαλίζει ότι οι ανησυχίες των ασθενών διερευνώνται στο μέγιστο βαθμό και η κατανόηση της ιατρικής πληροφορίας που διοχετεύεται από τους γιατρούς είναι διασφαλισμένη στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό και πέρα από τυποποιημένες διαδικασίες και πρωτόκολλα, τα οποία τις περισσότερες φορές εκμηδενίζουν την ατομικότητα του κάθε ασθενή και διακυβεύουν τα αποτέλεσμα της θεραπευτικής διαδικασίας .
Καθώς η έλλειψη χρόνου αποτελεί εμπόδιο στη συμμετοχική λήψη απόφασης ο γιατρός θα πρέπει να δημιουργεί το αίσθημα στον ασθενή ότι έχει το χρόνο να απαντήσει όλες τις ερωτήσεις, οι οποίες θα του δημιουργήσουν την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη στο να τηρήσει την προτεινόμενη θεραπεία.
Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.