Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Καμία Απόφαση για Μένα, χωρίς Εμένα

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Καμία Απόφαση για Μένα, χωρίς Εμένα.

Η ασθενοκεντρική προσέγγιση αποτελεί ανερχόμενη τάση στο χώρο της ιατρικής και χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ασθενή στο κέντρο της λήψης αποφάσεων.

Η ιατρική με επίκεντρο τον ασθενή βασίζεται συνοπτικά σε 3 παραδοχές:
  1. Πρώτα οι ανάγκες των ασθενών.
  2. Καμία απόφαση για μένα, χωρίς εμένα.
  3. Κάθε ασθενής είναι μοναδικός ασθενής.

Η συμμετοχή των ασθενών στη λήψη αποφάσεων αναδεικνύεται ως υψηλής προτεραιότητας πολιτική

Το Institute of Medicine ορίζει τη φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή ως την παροχή περίθαλψης, που σέβεται και ανταποκρίνεται τις ατομικές προτιμήσεις του ασθενούς, τις ανάγκες και τις αξίες του και εξασφαλίζει τη συμμετοχή του στην καθοδήγηση της κλινικής απόφασης.

Η φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή είναι μια προσπάθεια για την αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Καθώς οι δείκτες ικανοποίησης των ασθενών έχουν συμπεριληφθεί στα συστήματα αξιολόγησης και αποζημίωσης των νοσοκομείων, η φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή αποκτά όλο και μεγαλύτερο έδαφος.

Το να είσαι καλός γιατρός δεν απαιτεί μόνο άρτια εξειδίκευση και συνεχή επικαιροποίηση των επιστημονικών γνώσεων, αλλά σημαίνει πρωτίστως ότι ακούς και σέβεσαι τις ανάγκες των ασθενών.

Ένα βασικό στοιχείο της παροχής φροντίδας με επίκεντρο τον ασθενή είναι και η συμμετοχή του στη λήψη απόφασης. Πολλές φορές διαπιστώνεται σύγχυση στην κατανόηση της διαφορετικότητας ανάμεσα στη συμμετοχική λήψη απόφασης, την αυτοδιαχείριση της φροντίδας και το εξατομικευμένο πλάνο θεραπείας. Πρόκειται για όρους που διέπονται από την ίδια φιλοσοφία, η οποία αναγνωρίζει και σέβεται το ρόλο του ασθενούς, στη διαχείριση της υγείας του.

Η αυτοφροντίδα περιλαμβάνει δράσεις, που λαμβάνει κάποιος προκειμένου να αναγνωρίσει, να φροντίσει και να διαχειριστεί τα προβλήματα υγείας του.

H αυτοφροντίδα αποτελεί διαδικασία, την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι με προβλήματα υγείας κάνουν καθημερινά και όσο καλύτερα μπορούν, πολλές φορές, χωρίς τη βοήθεια επαγγελματιών υγείας. Όμως οι ασθενείς με χρόνια νοσήματα χρειάζονται βοήθεια, την οποία πολλές φορές δυστυχώς δεν είναι εύκολο να προσεγγίσουν.

Πολλοί άνθρωποι καθημερινά αντιμετωπίζουν μικροπροβλήματα υγείας μόνοι τους, χωρίς να απευθύνονται σε κάποιον επαγγελματία υγείας ή σε ένα οργανωμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.

Επίσης ασθενείς με χρόνια προβλήματα υγείας και με περιορισμένη ή καθόλου πρόσβαση στο σύστημα περίθαλψης δαπανούν πολύ προσωπικό χρόνο, για την αυτοδιαχείριση των συμπτωμάτων τους.

Η αποτυχία στην αναγνώριση της ανάγκης αυτών των προσώπων, αυξάνει τους πόρους της υγειονομικής περίθαλψης, λόγω σοβαρών επιπλοκών και βαρύτητας των περιστατικών, τα οποία κάποια στιγμή και αναπόφευκτα προσφεύγουν στις οργανωμένες υπηρεσίες υγείας για υγειονομική περίθαλψη και αποκατάσταση των βλαβών της υγείας τους.

Η γνώση, η κατανόηση και τα θετικά αποτελέσματα στην έκβαση μιας ασθένειας μπορούν να βελτιωθούν, όταν οι επαγγελματίες υγείας δίνουν στον ασθενή ενεργό ρόλο στη φροντίδα της υγείας του.

Η αυτοφροντίδα και η συμμετοχική λήψη απόφασης, στο πλαίσιο της φροντίδας, με τον ασθενή στο επίκεντρο, αποτελούν αμοιβαία αλληλοϋποστηριζόμενες πρακτικές, οι οποίες μπορούν να μεγιστοποιήσουν τα αποτελέσματα μιας θεραπευτικής παρέμβασης.

Η φροντίδα με επίκεντρο τον ασθενή χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κυρίως τον εκδημοκρατισμό της ιατρικής πρακτικής, αποτελεί μια εξαιρετικά απλοποιημένη σύλληψη, η οποία απέχει πολύ από την καθημερινή άσκηση της ιατρικής και γι’ αυτό, τόσο η οργανωμένη πολιτεία, όσο και οι γιατροί και οι ασθενείς θα πρέπει να συνεργαστούν, ώστε να αρχίσει να εφαρμόζεται και να συμπεριλαμβάνεται στο πλαίσιο της καθημερινής κλινικής πρακτικής.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Αποφασίζουμε Μαζί : Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων

Αποφασίζουμε Μαζί : Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων

Πολλοί ασθενείς, όταν φτάνουν στη στιγμή να υποβληθούν σε μια εξέταση ή επέμβαση ή να ξεκινήσουν μια θεραπεία αναρωτιούνται, αν ο γιατρός, τους έχει δώσει τη σωστή ιατρική γνωμάτευση και τη σωστή θεραπεία.

Είναι επίσης γνωστό ότι δεν υπάρχουν θεραπείες, οι οποίες είναι 100% αποτελεσματικές, αξιόπιστες και χωρίς παρενέργειες. Υπάρχουν πολύ λίγες κλινικές καταστάσεις, οι οποίες απαιτούν μια και μόνο απόφαση.

Συνήθως υπάρχουν μια σειρά από διαθέσιμες επιλογές, οι οποίες οδηγούν σε παρόμοια ή διαφορετικά θεραπευτικά αποτελέσματα και η σωστή απόφαση θα πρέπει να εξαρτάται από τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενή, τις προσωπικές του προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής του.

Επιπλέον μια από τις σημαντικότερες αιτίες δυσαρέσκειας, αγανάκτησης και δικαστικών προσφυγών των ασθενών, είναι ότι πολλές φορές, δεν αισθάνονται κατάλληλα και επαρκώς ενημερωμένοι για τη θεραπευτική διαδικασία, την οποία θα πρέπει να ακολουθήσουν για να ανακτήσουν την υγεία τους.

Είναι γεγονός ότι πολλές φορές η τελική απόφαση είναι δύσκολη, δεδομένου, ότι όταν φτάσουμε στο στάδιο της απόφασης, υπάρχει ένας διαθέσιμος αριθμός θεραπειών και παρεμβάσεων, που πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι οποίες θα πρέπει να διοχετευτούν στον ασθενή, υπό την πίεση του χρόνου και το άγχος της διαχείρισης πολλών περιστατικών.

Η συμμετοχική λήψη απόφασης προϋποθέτει ότι οι ασθενείς έχουν όλες τις πληροφορίες, που απαιτούνται, ώστε να κατανοήσουν την εξέταση ή τη θεραπεία, στην οποία θα πρέπει να υποβληθούν.

H συμμετοχή στη λήψη απόφασης είναι η διαδικασία, κατά την οποία παρέχονται οι καλύτερα διαθέσιμες τεκμηριωμένες πληροφορίες στους ασθενείς, σχετικά με τις διαγνωστικές και θεραπευτικές επιλογές, τους πιθανούς κινδύνους και τα οφέλη τους.

Επιπλέον περιλαμβάνει την ενθάρρυνση –ενδυνάμωση των ασθενών, ώστε να χρησιμοποιούν αυτές τις πληροφορίες στο διάλογο τους με τους γιατρούς, με σκοπό να κατανοήσουν καλύτερα την κατάσταση, στην οποία βρίσκονται, καθώς και για να λαμβάνουν αποφάσεις για την υγειονομική τους περίθαλψη, οι οποίες ευθυγραμμίζονται καλύτερα με τις αξίες, τις προτιμήσεις τους και τον τρόπο ζωής τους.

Η διαδικασία αυτή παρέχει στους ασθενείς την υποστήριξη που χρειάζονται, ώστε να λαμβάνουν τις καλύτερες αποφάσεις, που αφορούν στην αυτοφροντίδα και στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της νόσου τους, ενώ παράλληλα επιτρέπει στους γιατρούς να αισθάνονται περισσότερο σίγουροι πως οι ασθενείς θα ακολουθήσουν τη θεραπεία, την οποία προτείνουν.

Η συμμετοχική λήψη απόφασης είναι η βασική διαδικασία, η οποία μπορεί να διασφαλίσει ότι ο ασθενής θα τύχει της θεραπευτικής αντιμετώπισης, που πρέπει στο μέγιστο διαθέσιμο που το σύστημα υγείας μπορεί.

Για να επιτευχθεί η διαδικασία συμμετοχικής λήψης απόφασης και οι δύο πλευρές, δηλαδή και οι ασθενείς και οι γιατροί, απαιτείται να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν την άποψη του άλλου και να δεσμευτούν ότι θα παραμείνουν σε αυτή την κατεύθυνση.

Οι ασθενείς θέλουν να αντιμετωπίζονται ως άτομα, ολιστικά και όχι ως συμπτώματα.

Με την εξάπλωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, του Διαδίκτυου, των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης και τη συνακόλουθη διάχυση της ιατρικής και επιστημονικής γνώσης, οι ασθενείς γίνονται όλο και περισσότερο ενημερωμένοι και διεκδικητικοί. Απαιτούν μεγαλύτερη εμπλοκή στις αποφάσεις, με αποτέλεσμα η συμμετοχική λήψη απόφασης να αποκτά όλο και μεγαλύτερο έδαφος.

Η συμμετοχή των ασθενών στη λήψη αποφάσεων, που σχετίζονται με την υγεία τους, μπορεί να φέρει την ιατρική πιο κοντά στην ανθρωπιστική διαχείριση της νόσου.

Αρχίζει να διαφαίνεται ότι η συμμετοχική λήψη απόφασης είναι η διαδικασία και το μέσο, με το οποίο μπορεί να επιτευχθεί η εξυγίανση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και να διασφαλιστεί η υγεία και η ασφάλεια των ασθενών.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Πως φτάσαμε στη Συμμετοχική Λήψη Απόφασης

Πως φτάσαμε στη Συμμετοχική Λήψη Απόφασης

Στο παρελθόν, οι ιατροί δεν είχαν να διαχειριστούν επίπονες και ειλικρινείς συζητήσεις με τους ασθενείς τους. Μέχρι και τη δεκαετία του 1970, η πατερναλιστική οπτική στη σχέση γιατρού-ασθενούς, ήταν η συνήθης πρακτική στο πλαίσιο της ιατρικής πρακτικής. Για παράδειγμα ένας ασθενής με όγκο στην κοιλιακή χώρα θα μπορούσε να πληροφορηθεί ότι: «τα κύτταρα ήταν λίγο πιο δραστήρια από το κανονικό ή ότι είχε σχηματιστεί νέος ιστός κοντά στο συκώτι». Κάποιος, ο οποίος παραπέμπονταν για ακτινοθεραπεία θα πληροφορούνταν ότι: «ο αέρας δεν μπαινοβγαίνει από τους πνεύμονες, τόσο ελεύθερα, όσο θα έπρεπε, οπότε θα πρέπει να ρίξουμε λίγες ακτίνες για να βοηθήσουμε τα πράγματα».

Μια ιατρική συνταγή συνοδευόταν μόνο από οδηγίες, σχετικά με το πότε θα έπρεπε να πάρει κάποιος το φάρμακο και ο φαρμακοποιός, ο οποίος έδινε το σκεύασμα σημείωνε πάνω στο κουτί τη δοσολογία.

Από τη δεκαετία του 1980, η συμμετοχική λήψη απόφασης, έχει προταθεί ως η βέλτιστη πρακτική στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την υγειονομική περίθαλψη. Τόσο το Institute of Medicine, όσο και η U.S. Preventive Services Task Force, με την American Medical Association συμβουλεύουν τους γιατρούς, να χρησιμοποιούν τη συμμετοχική λήψη απόφασης, τόσο στην προληπτική, όσο και στην κλινική ιατρική.

Στην εποχή της πληροφορίας, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. To παλιό πατερναλιστικό πρότυπο, στο οποίο οι ασθενείς απλά «έκαναν όπως τους έλεγαν», χωρίς ουσιαστική διαβούλευση και διάλογο έχει αντικατασταθεί με ένα πιο συνεταιριστικό- συμμετοχικό πρότυπο, κατά το οποίο οι ασθενείς θέλουν να ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν.

Ο γιατρός θα πρέπει να ενημερώσει τον ασθενή και τους συγγενείς του, για να προετοιμαστούν καλύτερα για τη δοκιμασία, στην οποία πρόκειται να υποβληθεί, καθώς και για την πιθανότητα κινδύνων και επιπλοκών από τη χορηγούμενη θεραπεία. Ο ασθενής δίνει τη συγκατάθεση του, αφού προηγουμένως έχει ενημερωθεί πλήρως και για όλες τις παραμέτρους, οι οποίες αφορούν την ασφάλεια του, την εξέλιξη και την έκβαση της ασθένειας.

Στο παρελθόν οι ασθενείς έκαναν όπως τους έλεγαν, τώρα θέλουν να ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν.

Ας σκεφτούμε ένα παράδειγμα συμμετοχικής λήψης απόφασης στην πράξη.

Υπάρχει η επιλογή μεταξύ:

  1. Mιας δύσκολης χειρουργικής επέμβασης για κάποιο είδος καρκίνου, η οποία έχει κάποιες πιθανότητες να ανακουφίσει από την ασθένεια.
  2. Tης καταπραϋντικής – παρηγορητικής φροντίδας, η οποία μπορεί να συμβάλει στο να γίνουν τα τελικά στάδια της ασθένειας περισσότερο άνετα.

Η τελική απόφαση μεταξύ των δύο επιλογών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αξίες και τις προτιμήσεις, του άμεσα ενδιαφερόμενου ασθενούς. Είναι λογικό λοιπόν να εκφράζεται ένα ισχυρό επιχείρημα ότι αντίστοιχες αποφάσεις, δεν πρέπει να αφήνονται μόνο στα χέρια των γιατρών, των οποίων η εξειδίκευση σχετίζεται με την εξασφάλιση του καλύτερου θεραπευτικού αποτελέσματος και όχι με τη λήψη αποφάσεων για άλλους.

Ο ασθενής, ο οποίος είναι σε θέση να αξιολογήσει τα προσωπικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της εκάστοτε επιλογής, μπορεί να επιλέξει καλύτερα.

Η συμμετοχική λήψη απόφασης, βασίζεται σε αμοιβαία εμπιστοσύνη, που προϋποθέτει η σχέση ιατρού – ασθενούς και η οποία στηρίζεται στην παραδοχή ότι ο γιατρός αποτελεί αυθεντία στην άσκηση της ιατρικής, ενώ ο ασθενής είναι ο καλύτερος κριτής της δικής του κατάστασης.

Σε μια εποχή πλουραλισμού και υπερ-πληροφόρησης, οι ασθενείς δεν είναι παθητικοί δέκτες και είναι πλέον σε θέση να αντισταθούν στην κυριαρχία και τη δύναμη του ειδικού και της αυθεντίας, την οποία παραδοσιακά κατείχε ο γιατρός.

Έχουν τη δυνατότητα σιωπηρά, άδηλα ή φανερά να μετατρέψουν το «μονόλογο της ιατρικής αυθεντίας» σε έναν πραγματικό διάλογο, συμμετέχοντας ενεργά και διεκδικώντας πολλαπλές γνωματεύσεις, ώστε να ενσωματώσουν τις πληροφορίες στα δικά τους πιστεύω, τις εμπειρίες και τον τρόπο ζωής, καθώς και την πραγματικότητα, που τους υπαγορεύει η καθημερινή κοινωνική διαβίωση τους και η οποία πολλές φορές έρχεται σε αντίθεση με ιατρικές συστάσεις και θεραπευτικά πρωτόκολλα.

Όλη η διαδικασία της συμμετοχικής λήψης απόφασης έρχεται σε αντιπαράθεση με το παραδοσιακό μοντέλο ενημέρωσης των ασθενών, κατά το οποίο συνήθως οι γιατροί λάμβαναν αποφάσεις για λογαριασμό του ασθενούς.

Στις μέρες μας η απόκρυψη της διάγνωσης, εύλογα θεωρείται από πολλούς καταπάτηση των δικαιωμάτων του ασθενούς και ουσιαστικός αποπροσανατολισμός του, από την κατάσταση της υγείας του, αν και πριν από δεκαετίες, οι γιατροί ήταν σίγουροι πως επρόκειτο για κάτι το ευεργετικό για την πορεία της υγείας του και πολλές φορές προχωρούσαν στη λήψη αποφάσεων σχετικών με τη θεραπευτική του αγωγή, ουσιαστικά ερήμην του ασθενούς.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Πως γίνεται

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Πως γίνεται

Η συμμετοχική λήψη απόφασης, αποτελεί τόσο μια ηθική επιταγή, όσο και ένα βασικό στοιχείο της υψηλής ποιότητας υγειονομικής περίθαλψης. Λόγω της έκτασης της αβεβαιότητας αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των διαφόρων ιατρικών πράξεων, καθώς και των παρενεργειών, που πολλές φορές ενέχει η φαρμακευτική αγωγή, συχνά υπάρχουν διαθέσιμες περισσότερες από μια επιλογές ιατρικής περίθαλψης. Υπό αυτές τις συνθήκες η «σωστή» απόφαση θα εξαρτηθεί αφενός από τα κλινικά ευρήματα, όπως αυτά θα απεικονιστούν στις κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες και αφετέρου από τις προσωπικές προτιμήσεις του ασθενούς.

Προτείνονται τρία στάδια στη διαδικασία συμμετοχικής λήψης απόφασης: ανταλλαγή πληροφοριών, διαβούλευση και τελικά λήψη απόφασης.

Η ανταλλαγή της πληροφορίας περιλαμβάνει την παροχή ιατρικών συμβουλών από πλευράς γιατρών και την έκφραση των αντιλήψεων, των αξιών και των προσδοκιών από πλευράς ασθενών.

H ενημέρωση δεν αφορά εξειδικευμένες οδηγίες κλινικής πρακτικής και θεραπευτικά πρωτόκολλα, αλλά έναν κατάλογο, ο οποίος θα μπορούσε να περιλαμβάνει:

  1. Περιγραφή των σημαντικότερων πτυχών της ασθένειας, των συμπτωμάτων και των διαθέσιμων διαγνωστικών διαδικασιών.

  2. Την πιθανότητα επιβίωσης με ή χωρίς θεραπεία.

  3. Τη διαθέσιμη μέχρι σήμερα γνώση, αναφορικά με την εξέλιξη της νόσου με εκλαϊκευμένο τρόπο.

  4. Τις επιλογές για θεραπεία, τους κινδύνους, τα οφέλη και τα αποτελέσματα από την επιλογή της κάθε θεραπείας.

  5. Την περιγραφή των συμπτωμάτων, λόγω πιθανών παρενεργειών της θεραπείας.

Η διαβούλευση περιλαμβάνει τη συζήτηση με στόχο να βρεθεί κοινό έδαφος στην αντίληψη της νέας κατάστασης, να μειωθεί η αβεβαιότητα, η οποία προκαλείται από την ασθένεια και να αποκατασταθεί κοινή αντίληψη, αναφορικά με την κατάσταση υγείας του ασθενούς, τους κινδύνους και τα οφέλη από τη θεραπεία.

Η συμμετοχική λήψη απόφασης, είναι σκόπιμη σε κάθε ιατρική επίσκεψη και θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από εν- συναίσθηση, εμπιστοσύνη και από αρχές όπως:

  1. Υποστήριξη των ασθενών, ώστε να κατανοήσουν και να αρθρώσουν, τι θέλουν να επιτύχουν από τις επιλογές που είναι διαθέσιμες.

  2. Υποστήριξη των ασθενών, ώστε να εκφράσουν το επίπεδο κατανόησης της κατάστασης, στην οποία βρίσκονται.

  3. Ενημέρωση των ασθενών για την πραγματική πορεία της υγείας τους, τις διαθέσιμες θεραπείες και τα οφέλη τους.

  4. Υποστήριξη των ασθενών, ώστε να εκφράσουν τις δικές τους αντιλήψεις, αναφορικά με τους κινδύνους, που ενέχει η προτεινόμενη θεραπευτική προσέγγιση και τις δυσκολίες, αναφορικά με την εφαρμογή της.

  5. Διασφάλιση ότι ασθενείς και γιατροί καταλήγουν σε μια απόφαση που βασίζεται στην αμοιβαία κατανόηση και επεξεργασία των πληροφοριών.

Η συμμετοχική λήψη απόφασης στοχεύει να βοηθήσει τον ασθενή να κατανοήσει τον λόγο, για τον οποίο θα πρέπει να παραμείνει σταθερός στην τήρηση των ιατρικών οδηγιών.

Επιπλέον, οι ασθενείς οι οποίοι αντιλαμβάνονται και συμφωνούν να ακολουθήσουν μια μακροχρόνια αγωγή, συνήθως αναλαμβάνουν την ευθύνη του πιθανού κινδύνου, που μπορεί να προκύψει από τυχόν παρενέργειες του χορηγούμενου φαρμάκου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Γιατί είναι Σημαντική η Συμμετοχική Λήψη Απόφασης

Γιατί είναι Σημαντική η Συμμετοχική Λήψη Απόφασης

Το General Medical Council, στο πλαίσιο της καλής ιατρικής πρακτικής για όλους τους γιατρούς, περιλαμβάνει την προσδοκία, ότι η συμμετοχική λήψη απόφασης θα είναι η κοινή πρακτική για όλους τους επαγγελματίες υγείας. Συγκεκριμένα, αναφέρει «οποιοδήποτε και να είναι το πλαίσιο, στο οποίο λαμβάνονται οι ιατρικές αποφάσεις, θα πρέπει να εργάζεστε σε συνεργασία με τους ασθενείς σας, ώστε να διασφαλίσετε τη σωστή φροντίδα.

Θα πρέπει να ακούτε τους ασθενείς σας και να σέβεστε τις απόψεις τους αναφορικά με την υγεία τους, να συζητάτε μαζί τους τη διάγνωση, την πρόγνωση, τη θεραπεία και την παρεχόμενη περίθαλψη, να μοιράζεστε μαζί τους πληροφορίες, να μεγιστοποιείτε τις δυνατότητες και την ικανότητα να λαμβάνουν αποφάσεις για την υγεία τους».

Επίσης, σύμφωνα με την American Medical Association, ο ασθενής έχει δικαίωμα σε μια συνειδητή επιλογή για το αν πρέπει ή όχι να λάβει τη θεραπεία, την οποία του προτείνει ο γιατρός, εφόσον βέβαια έχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη θεραπεία, τα οφέλη και τις παρενέργειες της.

Τέλος η American Medical Association συστήνει ότι, σε περίπτωση στην οποία ο ασθενής είναι ανήλικος ή η ζωή του ασθενούς βρίσκεται σε κίνδυνο ή ο ασθενής έχει μειωμένη ικανότητα λήψης αποφάσεων, όπως μπορεί να συμβαίνει σε περιπτώσεις άνοιας ή μικρών παιδιών, οι γιατροί θα πρέπει να επιδιώκουν επικοινωνία και συνεργασία με ένα μέλος της οικογένειας, το οποίο είναι υπεύθυνο για το συγκεκριμένο ασθενή.

Εκπαιδεύοντας τους ασθενείς στη συμμετοχική λήψη απόφασης και κατ΄  επέκταση στην αυτοδιαχείριση της ασθένειας τους, αυξάνει τη γνώση τους για τα συμπτώματα και τις επιπλοκές της νόσου, αυξάνει την ικανοποίηση του ασθενούς, καθώς και τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή, οδηγεί σε καλύτερη έκβαση της νόσου και μειώνει την πιθανότητα ιατρικών λαθών και επιπλοκών.

Επίσης μπορεί να μειώσει την οικονομική επιβάρυνση από τα χρόνια νοσήματα και να ενισχύσει την αποτελεσματική διαχείριση τους.

Όπως έχει ήδη αναφερθεί ένα μεγάλο πλεονέκτημα της συμμετοχής των ασθενών, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αποτελεί το γεγονός ότι αυξάνει την πιθανότητα της συμβατότητας με το προτεινόμενο θεραπευτικό πρωτόκολλο.

Οι ασθενείς συχνά διστάζουν να έρχονται σε αντιπαράθεση με το γιατρό τους. Αν μια προτεινόμενη θεραπεία προταθεί χωρίς ουσιαστική διαβούλευση με τον ασθενή, μπορεί να αυξηθεί η πιθανότητα ο ασθενής να μην την ακολουθήσει και να επιδιώξει και μια δεύτερη ιατρική γνώμη, με ότι αυτό συνεπάγεται, τόσο από πλευράς έκβασης της ασθένειας, όσο και επιπλέον κόστους για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.

Ο πιο σημαντικός λόγος να επιλέξει κάποιος τη συμμετοχική λήψη απόφασης είναι γιατί απλά αποτελεί τη σωστή διαδικασία, δεδομένου ότι όταν o ασθενής και o γιατρός συμφωνήσουν από κοινού σε ένα πλάνο θεραπείας είναι περισσότερο πιθανό να το ακολουθήσουν και να παραμείνουν σε αυτό.

Επίσης, με την εφαρμογή της συμμετοχής του ασθενούς στη λήψη απόφασης αυξάνεται η πιθανότητα βελτίωσης του επιπέδου ικανοποίησης των ασθενών από την παρεχόμενη υγειονομική περίθαλψη.

Επιπλέον, βελτίωση παρατηρείται στη μείωση των ανισοτήτων στην υγεία, υπό την έννοια ότι ορισμένοι γιατροί μπορεί εν αγνοία τους να διατηρούν κάποιες προκαταλήψεις προς τους ασθενείς, διαφορετικού εκπαιδευτικού, οικονομικού και πολιτισμικού υπόβαθρου ή για ασθενείς που παρουσιάζουν αδυναμία να κατανοήσουν πολύπλοκες ιατρικές πληροφορίες.

Η συμμετοχική λήψη απόφασης μπορεί να λειτουργήσει ως η διαδικασία για να εξασφαλιστεί ότι όλοι οι ασθενείς νιώθουν την οικειότητα και τη διάθεση πως μπορούν να εκφράσουν τις προτιμήσεις, τις αξίες, και τις ανησυχίες τους και ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι συμμετέχουν με ουσιαστικό τρόπο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης και Συμμόρφωση στο Θεραπευτικό Σχήμα

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης και Συμμόρφωση στο Θεραπευτικό Σχήμα

Η πιθανότητα για καλή έκβαση της υγείας των ασθενών, οι οποίοι λαμβάνουν τα φάρμακά τους, όπως προβλέπεται με βάση τις ιατρικές οδηγίες είναι, κατά μέσο όρο, 2,9 φορές, υψηλότερη σε σχέση με ασθενείς, οι οποίοι δεν τηρούν τις ιατρικές οδηγίες.

Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν διαχρονικά, ότι οι ασθενείς συμμορφώνονται μόνο με το 50% των χορηγούμενων φαρμάκων. Η μειωμένη συμμόρφωση συνδέεται με μη ασφαλή χρήση φαρμάκων και αύξηση του κόστους υγειονομικής περίθαλψης.

Η καλύτερη ιατρική σύσταση και συνταγή, μπορεί να πάει χαμένη, αν τελικά ο ασθενής δεν την ακολουθήσει.

Για να βελτιωθεί η συμπεριφορά, που αφορά την πρόσληψη και τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή είναι σημαντικό να εντοπιστούν και αντιμετωπιστούν συγκεκριμένοι λόγοι που οδηγούν σε αυτή.

Ο ασθενής μπορεί να μην λαμβάνει τα φάρμακά του ως ακούσια-ασυνείδητη ενέργεια ή από πρόθεση, αποφασίζοντας δηλαδή ενεργά να μην λαμβάνει το φάρμακο.

Επιπλέον τόσο εκούσια, όσο και ακούσια, κακή συμπεριφορά αναφορικά με την τήρηση της φαρμακευτικής αγωγής, μπορεί να είναι το αποτέλεσμα καθημερινής πρακτικής ή εμποδίων στον τρόπο με τον οποίο ο ασθενής αντιλαμβάνεται θέματα που αφορούν την ασθένεια ή τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής.

Πρακτικά εμπόδια θα μπορούσαν να είναι τα εμπόδια της μνήμης, όπως για παράδειγμα η δυσκολία στο να θυμηθεί να πάρει το φάρμακο ή η καθημερινή ρουτίνα που τον κάνει να ξεχνάει τις δόσεις και προκαλεί δυσκολία ενσωμάτωσης της φαρμακευτικής αγωγής στην καθημερινή ζωή.

Αντιληπτικά εμπόδια θα μπορούσε να είναι η έλλειψη πίστης στην αναγκαιότητα λήψης του φαρμάκου ή εμπόδια που αφορούν φόβους και ανησυχίες, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής.

Κακή συμπεριφορά αναφορικά με την πρόσληψη ενός φαρμάκου, μπορεί επίσης να είναι το αποτέλεσμα της ελλιπούς ανάκλησης πληροφοριών, γεγονός που συμβαίνει όταν παρέχονται σύνθετες και πολύπλοκες πληροφορίες.

Προϋπάρχουσες πεποιθήσεις και αξίες επηρεάζουν τη σχέση γιατρού-ασθενούς και το σύνολο της υγειονομικής περίθαλψης, μέσω της δυσπιστίας ως προς τις συνταγογραφούμενες θεραπείες, η οποία μπορεί να εκφραστεί με ανταγωνιστικές και συμπληρωματικές θεραπείες.

Ο ασθενής πολλές φορές μπορεί να έχει κατασκευάσει τη δική του εκδοχή για την τήρηση του προτεινόμενου θεραπευτικού πρωτοκόλλου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αποκλίνουσες προσδοκίες και συμπεριφορές.

Ο ιατρός, λαμβάνοντας υπόψη πως κάθε ασθενής είναι μια διαφορετική περίπτωση που χρήζει και εξίσου διαφορετικής προσέγγισης, μπορεί να ενημερώσει κατάλληλα τον ασθενή του, βοηθώντας τον, να οδηγηθεί σε μία όσο το δυνατό περισσότερο συνειδητή απόφαση.

Η διάχυση της σωστής και κατάλληλης πληροφορίας απαιτεί ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων, σεβασμό της αυτονομίας του ασθενούς και σεβασμό στο δικαίωμά του για πλήρη πληροφόρηση, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του και τους κινδύνους και τα οφέλη που ενέχει μια θεραπεία. Οι ασθενείς μπορεί να ζητούν διαφορετική πληροφορία και συμβουλές από το γιατρό τους, ανάλογα με τη φάση της ασθένειας και της θεραπείας.

Βέβαια δεν είναι πάντοτε εφικτό να δίδονται οι ιατρικές πληροφορίες με κάθε λεπτομέρεια, επίσης δεν είναι δυνατό πάντοτε να κάνουμε ακριβείς εκτιμήσεις αναφορικά με το μέγεθος των κινδύνων που ενέχει μια θεραπευτική προσέγγιση. Η αφιέρωση όμως ικανοποιητικού χρόνου στη συζήτηση των προεκτάσεων μιας θεραπείας, μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των δυνητικών κινδύνων και να ενεργοποιήσει τους ασθενείς να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην προάσπιση της υγείας τους.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Προβλήματα και Περιορισμοί στη Συμμετοχική Λήψη Απόφασης

Προβλήματα και Περιορισμοί στη Συμμετοχική Λήψη Απόφασης

Τελικά φαίνεται απλό. Ο ασθενής ζητάει ενημέρωση και αποτελεσματική περίθαλψη. Οι γιατροί συζητάνε μαζί του τη θεραπεία. Μετά από ανάλυση όλων των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων, λαμβάνουν μαζί την απόφαση, η οποία θα εξασφαλίσει την καλύτερα διαθέσιμη υγειονομική περίθαλψη. Ο ασθενής είναι χαρούμενος. Ο γιατρός είναι ευτυχισμένος, η αυτοεκτίμηση του και η φήμη του ανεβαίνουν στα ύψη. Όλοι κερδίζουν.

Ενώ η συμμετοχική λήψη απόφασης έχει πολλά πλεονεκτήματα, πολλοί επαγγελματίες υγείας αντιμετωπίζουν εμπόδια, όπως είναι ο επιπλέον χρόνος και οι ειδικές επικοινωνιακές δεξιότητες που απαιτούνται, ώστε να μπορέσουν να την εφαρμόσουν στην καθημερινή κλινική πράξη.

Επιπλέον οι ασθενείς τονίζουν ότι για να πετύχουν κατανόηση και συμμετοχή στη λήψη απόφασης, θα πρέπει να υπάρχει αμοιβαία επικοινωνία και εμπιστοσύνη στη σχέση τους με τους γιατρούς.

Η αυτόνομη, συνειδητή λήψη αποφάσεων από τον ασθενή, συχνά δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε πρακτικό επίπεδο.

Περιορισμένη ικανότητα κατανόησης της ιατρικής γνώσης από τους ασθενείς , περιορισμένη πρόσβαση στις τελευταίες επιστημονικές εξελίξεις, προσωπικές απόψεις και αξιολογικές κρίσεις, αναφορικά με την αιτία των ασθενειών, φαίνεται να εμποδίζουν την αποτελεσματικότητα στη συμμετοχική λήψη απόφασης.

Πολλοί γιατροί εκφράζουν αμφιβολίες, λέγοντας ότι δε θα ήθελαν οι ασθενείς τους να συμμετέχουν στις αποφάσεις, δεδομένου ότι δεν έχουν τη γνώση και την ικανότητα να αποφασίζουν και ότι αυτή η έλλειψη ικανότητας και γνώσεων μπορεί να οδηγήσει σε κακές αποφάσεις. Ο γιατρός έχει γνώση όλων αυτών των δεδομένων, η οποία προέρχεται από έτη εκπαίδευσης και εμπειρίας.

Επομένως, είναι δύσκολο να δοθεί στον ασθενή όλος αυτός ο πληροφοριακός όγκος και να τον κατανοήσει, πριν από κάθε ιατρική παρέμβαση. Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμα και στις ημέρες μας απαιτείται ένας μεγάλος βαθμός εμπιστοσύνης εκ μέρους του ασθενή προς τον θεράποντα ιατρό του, οπότε η «αυθεντική» αυτονομία του ασθενούς είναι απίθανο να υπάρξει σε πρακτικό επίπεδο.

Η αυτόνομη, συνειδητή λήψη αποφάσεων, από τον ασθενή, συχνά δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει σε πρακτικό επίπεδο. Η εξειδικευμένη γνώση και οι δεξιότητες των επαγγελματιών υγείας έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας ανισόρροπης σχέσης ιατρού – ασθενούς, η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο γνωστικό χάσμα μεταξύ των δύο.

Επιπλέον η συμμετοχική λήψη απόφασης θα πρέπει να τοποθετηθεί στο πλέγμα και το πλαίσιο των πραγματικών υποδομών και πόρων, καθώς και στο πλαίσιο του κόστους και της αποτελεσματικότητας.

Ο ασθενής και ο γιατρός είναι και οι δύο κύριοι παράγοντες, που θα πρέπει να αλληλεπιδρούν κατά τη διάρκεια της συμμετοχικής λήψης απόφασης, αλλά υπάρχουν και ενδιαφερόμενα τρίτα μέρη, όπως για παράδειγμα οι ασφαλιστικοί οργανισμοί και οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης απόφασης.

Ας φανταστούμε την ιατρική πράξη και τη λήψη του ιατρικού ιστορικού, ως μια θεατρική παράσταση. Είναι οι πρωταγωνιστές εκείνοι που παίζουν το κύριο ρόλο, υπάρχουν όμως και πολλοί άλλοι που παίζουν δεύτερο ρόλο, αλλά εξίσου σημαντικό. Η βέλτιστη ισορροπία μεταξύ του γιατρού, του ασθενή και τρίτων μερών, που παρεμβάλλουν σε αυτή τη σχέση είναι μια μακροχρόνια συζήτηση στο πλαίσιο της ιατρικής περίθαλψης.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε σε ένα διασυνοριακό περιβάλλον. Το αυξανόμενο κόστος της υγειονομικής περίθαλψης κάνει το θέμα της συμμετοχικής λήψης απόφασης εξ ορισμού προβληματικό.

Το ασφαλιστικό σύστημα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα δίκοπο μαχαίρι που «δεν βρίσκεις άκρη, δεν βρίσκεις γιατρειά».

Οι οργανισμοί αυτοί μέσω μηχανισμών ελέγχου ποιότητας, κόστους και αποτελεσματικότητας μπορούν να περιορίσουν ουσιαστικά το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, καταχωρώντας ως μη αποδεκτές θεραπείες και εξετάσεις, οι οποίες δεν υποστηρίζονται από ισχυρές ερευνητικές ενδείξεις για την αποτελεσματικότητά τους και μπορούν να εμποδίσουν την άσκηση της ιατρικής με κοντόφθαλμους κανόνες, διαδικαστικά εμπόδια, μη ρεαλιστικές απαιτήσεις και διαγραμμισμένες προγεγραμμένες συνταγές.

Επιπλέον στο πλαίσιο της ιδιάζουσας φύσης της υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλισης, παρότι συνήθως οι γιατροί κατηγορούνται ότι κάνουν δαπανηρές επιλογές, το ίδιο κάνουν και οι ασθενείς, οι οποίοι και μέχρι πρόσφατα στη χώρα μας δεν πλήρωναν πάντοτε άμεσα για αγαθά και υπηρεσίες που κατανάλωναν, οπότε και το κίνητρο τους για τη συγκράτηση του κόστους, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απουσιάζον.

Η σωστή ισορροπία της συμμετοχικής λήψης απόφασης μεταξύ του γιατρού, του ασθενούς, των ασφαλιστικών εταιρειών και των μηχανισμών ελέγχου ποιότητας, όπως μπορεί να είναι οι κατευθυντήριες οδηγίες και τα θεραπευτικά πρωτόκολλα, μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Με απλά λόγια, ούτε ο ασθενής, ούτε ο γιατρός μπορεί να κάνει ό,τι θέλει με το εκάστοτε σύστημα υγείας, επιβαρύνοντας το και παράλληλα επιβαρύνοντας, το υπόλοιπο των ασθενών που απευθύνονται σε αυτό.

Ο ιατρός, λαμβάνοντας υπόψη πως κάθε ασθενής είναι μια διαφορετική περίπτωση που χρήζει και εξίσου διαφορετικής προσέγγισης, μπορεί να ενημερώσει κατάλληλα τον ασθενή του, βοηθώντας τον να οδηγηθεί σε μία όσο το δυνατό περισσότερο συνειδητή απόφαση.

Η λήψη συνειδητής απόφασης δεν είναι δυνατόν να προϋποθέτει πως ο ασθενής θα πρέπει να αποκτήσει τις γνώσεις, τις οποίες, μπορεί να έχει ένας ιατρός για θέματα της ειδικότητας του, αλλά να κατανοήσει, ανάλογα με τις γνωστικές του δομές, τις παραμέτρους, οι οποίες διέπουν μία απόφαση που επηρεάζει την ποιότητα της ζωής του ή ακόμα και της επιβίωση του.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Δεν έχω Χρόνο

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Δεν έχω Χρόνο

Ένας σημαντικός περιορισμός προς την εφαρμογή της συμμετοχικής λήψης απόφασης, προέρχεται από την έλλειψη χρόνου. Μελέτες δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια μια ιατρικής επίσκεψης, ο γιατρός διακόπτει τον ασθενή του, πριν προλάβει να εκφράσεις τις απορίες του, ή να εκθέσει όλα τα δεδομένα, τα οποία σχετίζονται με την ασθένειά του.

Συχνά, οι επισκέψεις των γιατρών στον ασθενή με χρόνιο νόσημα περιορίζονται σε σύντομα 15λεπτα, όπου η επικοινωνία περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα για τη διαχείριση της κλινικής κατάστασης, ενώ άλλες φορές, δεν διεξάγεται καθόλου, καθώς όλες οι απαραίτητες ιατρικές πληροφορίες παρέχονται μέσω ηλεκτρονικών βάσεων δεδομένων.

Καθώς, οι γιατροί διαθέτουν όλο και περισσότερο χρόνο χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή, ώστε να εξασφαλίσουν την πρόσβαση τους σε ηλεκτρονικά μητρώα υγείας, εύλογα, υπάρχει η ανησυχία ότι το στοιχείο αυτό μπορεί να περιορίσει το χρόνο της ουσιαστικής επικοινωνίας τους με τους ασθενείς.

Επιπλέον πολλοί συνομιλητές έχουν την τάση να διακόπτουν ή να μιλάνε ταυτόχρονα όταν μιλάει κάποιος.

Η παραπάνω τάση, πολλές φορές μπορεί να αποβεί αποθαρρυντική και συνάμα απογοητευτική, για την επικοινωνιακή διαδικασία, καθώς «περνάμε» το μήνυμα, το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευθεί: «δεν με νοιάζει καθόλου τι έχεις να πεις, γιατί αυτό που λέω εγώ, είναι πιο σημαντικό», «δεν έχω χρόνο, για τη γνώμη σου».

Μελέτη, η οποία διερεύνησε την επίδραση της διακοπής στη συνομιλία, η οποία προκύπτει κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής επίσκεψης, κατέγραψε ότι η διακοπή συνδέεται με αύξηση των διαδικαστικών λαθών, όπως για παράδειγμα είναι οι διαδικασίες αποστείρωσης και αύξηση των λαθών, που είχαν σχέση με την κλινική πρακτική, για παράδειγμα λάθος δοσολογία.

Οι γιατροί, οι οποίοι περνάνε περισσότερο χρόνο με τους ασθενείς τους, αναπτύσσουν πρακτικές επικοινωνίας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχικής λήψης απόφασης, αντίθετα γιατροί που ξοδεύουν λιγότερο χρόνο παρουσιάζουν την τάση να είναι λιγότερο συμμετοχικοί.

Στο τέλος μιας επίσκεψης είναι σημαντικό, ο γιατρός να ακούει προσεκτικά τον ασθενή και να ελέγχει αν κατάλαβε, όλα όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης, κάνοντας ερωτήσεις και ζητώντας του να επαναλάβει ο ίδιος, το πλάνο της θεραπείας που συμφωνήθηκε.

Σε έναν ιδανικό κόσμο, οι γιατροί θα πρέπει να συνεργάζονται με τους ασθενείς τους, να παρέχουν την καλύτερη δυνατή φροντίδα. Όμως στον πραγματικό κόσμο, πολλοί γιατροί τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις, οι οποίες βασίζονται σε έκτακτες εκτιμήσεις, οι οποίες μπορεί να είναι πολλές φορές μεροληπτικές.

Στο πλαίσιο της καθημερινής κλινικής πρακτικής, όταν ο γιατρός συναντά τον ασθενή, συχνά και λόγω επαγγελματικής ρουτίνας υπάρχει η τάση να «πιάσει αμέσως δουλειά», με σκοπό να αντιμετωπίσει το ιατρικό πρόβλημα που έχει μπροστά του. Αυτή η προσέγγιση αφήνει, συχνά, τον ασθενή ανικανοποίητο, με την έννοια ότι δεν αφιερώθηκε αρκετός χρόνος, για να ακουστούν οι ανησυχίες του.

Αυτό που πολύ απλά απαιτείται, πολλές φορές, είναι λίγο περισσότερος χρόνος, ώστε να συζητηθούν διεξοδικά όλες οι θεραπευτικές επιλογές και να διαμοιραστεί η ευθύνη για την εφαρμογή και τον έλεγχο της θεραπείας.

Επιπλέον η διαδικασία ενημέρωσης θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ήρεμους ρυθμούς, ώστε να δίδεται ο απαραίτητος χρόνος στους ασθενείς να κατανοήσουν τις νέες πληροφορίες. Μια καλή τεχνική αποτελούν οι συχνές παύσεις, ώστε να δοθεί χρόνος στον ακροατή, να διατυπώσει τα ερωτήματα του, τα οποία ο γιατρός στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιήσει, ώστε να παρέχει περαιτέρω στοιχειοθετημένη πληροφόρηση.

Δεδομένου, ότι το περιβάλλον παροχής υπηρεσιών υγείας χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση, η έλλειψη χρόνου, η συναισθηματική πίεση, η έλλειψη επικοινωνίας ή μη αποτελεσματική επικοινωνία ή ελλειμματική προσοχή, η παροχή ελλιπούς πληροφόρησης κατά τη διάγνωση και τη θεραπεία μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τη ζωή του ασθενούς.

Επιτυχής ανταλλαγή των πληροφοριών εξασφαλίζει ότι οι ανησυχίες των ασθενών διερευνώνται στο μέγιστο βαθμό και η κατανόηση της ιατρικής πληροφορίας που διοχετεύεται από τους γιατρούς είναι διασφαλισμένη στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό και πέρα από τυποποιημένες διαδικασίες και πρωτόκολλα, τα οποία τις περισσότερες φορές εκμηδενίζουν την ατομικότητα του κάθε ασθενή και διακυβεύουν τα αποτέλεσμα της θεραπευτικής διαδικασίας .

Καθώς η έλλειψη χρόνου αποτελεί εμπόδιο στη συμμετοχική λήψη απόφασης ο γιατρός θα πρέπει να δημιουργεί το αίσθημα στον ασθενή ότι έχει το χρόνο να απαντήσει όλες τις ερωτήσεις, οι οποίες θα του δημιουργήσουν την αυτοπεποίθηση και την εμπιστοσύνη στο να τηρήσει την προτεινόμενη θεραπεία.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Να την Επιλέξω;

Συμμετοχική Λήψη Απόφασης: Να την Επιλέξω;

Όταν, έρθει η ώρα της απόφασης ποιος τελικά αποφασίζει για την εξέλιξη του περιστατικού; Ο ίδιος ο ασθενής; Οι γιατροί σε συνεργασία με τον ασθενή; Αποκλειστικά οι γιατροί; Η οικογένεια του ασθενούς; Η οικογένεια σε συνεργασία με τους γιατρούς; Πως διακρίνονται οι προτεραιότητες του ασθενούς και της οικογένειας από αυτές των γιατρών;

Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ένα μοντέλο για όλους τους ασθενείς. Άλλοι θέλουν να αποφασίζουν μόνοι τους, άλλοι δεν αντέχουν να λαμβάνουν βαρυσήμαντες αποφάσεις.

 Η συμμετοχή των ασθενών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων παραμένει ένα πολύπλοκο ζήτημα. Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ένα μοντέλο για όλους τους ασθενείς. Οι ασθενείς έχουν διαφορετικές επιθυμίες και ποικίλη υγειονομική παιδεία. Άλλοι θέλουν να αποφασίζουν μόνοι τους, άλλοι δεν αντέχουν να λαμβάνουν βαρυσήμαντες αποφάσεις.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης. Άλλοι πάλι θέλουν να λαμβάνουν τη γνώμη πολλών πριν αποφασίσουν.

Κάποιοι γιατροί συμφωνούν ότι είναι σημαντικό και χρήσιμο οι ασθενείς να ενημερώνονται πλήρως για τη θεραπεία που θα ακολουθήσουν, κάποιοι λένε ότι δεν είναι πρακτικό, λόγω πολλαπλών περιορισμών, όπως για παράδειγμα η πίεση χρόνου. Βέβαια πολλοί ισχυρίζονται ότι «ήδη το εφαρμόζουν» παρότι τα στοιχεία από έρευνες, αλλά και η εμπειρία αποδεικνύει ότι αυτό δεν πολυισχύει στην πράξη.

Το πρώτο βήμα για τη συμμετοχή των ασθενών στη λήψη απόφασης είναι να διασφαλιστεί ότι κλινικοί γιατροί και ασθενείς διέπονται από την ίδια λογική, κατανοούν τη σημαντικότητα της συμμετοχικής λήψης απόφασης και αλληλεπιδρούν με ειλικρίνεια και εν-συναίσθηση μεταξύ τους.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης.

Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι καλά ενημερωμένοι και εν επιγνώσει να δίνουν τη συναίνεση τους για το σχήμα της θεραπευτικής φροντίδας που θα ακολουθηθεί. Στο βαθμό που οι ασθενείς το ζητούν, ο ιατρός θα πρέπει να εξηγεί τις διαγνωστικές, παρεμβατικές και θεραπευτικές επιλογές.

Είναι αναγκαίο επίσης να δίδονται οι ακριβείς πληροφορίες, σχετικά με τους κινδύνους και τα οφέλη των προτεινόμενων επιλογών. Οι ασθενείς, συχνά, χρειάζονται συμβουλές αν ο φόβος, το άγχος και οι κρυμμένες παρανοήσεις, τους αποτρέπουν να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις, οι γιατροί θα πρέπει να τους προτρέπουν με συστάσεις ή με λίστα επιλογών με τα δυνατά και αδύνατα στοιχεία μιας θεραπείας.

Η αποστέρηση της δυνατότητας λήψης αποφάσεων για την υγεία από άτομα, που είναι σε θέση να αποφασίζουν με συνειδητό τρόπο, ουσιαστικά παραβιάζει την αρχή της προσωπικής αυτονομίας και όπως έχει ορίσει ο John Stuart Mill στο βιβλίο του Liberty «το άτομο είναι κυρίαρχο πάνω στον εαυτό του, πάνω στο σώμα του και το μυαλό του».

Συνειδητή θεωρούμε κάθε απόφαση, την οποία λαμβάνει το άτομο έχοντας πλήρη επίγνωση, όλων των παραμέτρων που τη διέπουν.

Συχνά η πατερναλιστική αντίληψη των γιατρών για τους ασθενείς τους γίνεται με σκοπό και δικαιολογία την «προστασία» της υγείας του ασθενούς, θεωρώντας ως δεδομένο, πως η έλλειψη γνώσεων δεν του επιτρέπει να λάβει μια συνειδητή απόφαση για την υγεία του.

Αν ένας γιατρός πιστεύει ότι η θεραπεία είναι απαραίτητη, είναι υποχρεωμένος να προσπαθήσει να πείσει τον ασθενή, ώστε να εναρμονιστεί με την άποψη του, αλλά αν στο τέλος ο ασθενής παραμένει αμετάπειστος, δεν επιτρέπεται στον γιατρό να τον πιέσει να αποδεχτεί τη θέση του, πόσο μάλλον να αποφασίσει για αυτόν χωρίς να τον έχει ενημερώσει πλήρως.

Η επιτυχημένη συμμετοχική λήψη απόφασης, απαιτεί ότι οι ασθενείς είναι ικανοί να τηρήσουν όλο το πλάνο θεραπείας το οποίο από κοινού συμφωνήθηκε. Αυτό προϋποθέτει ότι ο γιατρός έχει λάβει υπόψη του τις συνθήκες και τον τρόπο ζωής του ασθενούς, καθώς και τους υποστηρικτικούς μηχανισμούς, τους οποίους έχει στη διάθεση του, καθώς πολλές φορές, ακόμα και όταν ο ασθενής το θέλει πολλοί εξωτερικοί παράγοντες καθιστούν δύσκολη τη συμμόρφωση με τη θεραπεία.

Ζούμε σε ένα κόσμο, που ο γιατρός θα πρέπει να παλέψει με το χρόνο ενάντια στην ποιότητα, που αντί να καθησυχάσει τον ασθενή, μάχεται να βρει το φάρμακο που δεν εμπίπτει σε παρατυπίες θεραπευτικών πρωτοκόλλων ή υπερ -συνταγογράφησης, παρατυπίες που μπορεί να τον οδηγήσουν σε πρόστιμο ή στη μαύρη λίστα με τους γιατρούς που θα διαπομπευτούν ως διεφθαρμένοι του συστήματος.

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια παθογένεια, αλλά αν πρέπει να πάρουμε μια απόφαση αυτή θα πρέπει να είναι πάντα υπέρ του ασθενούς.

Ας σκεφτούμε πόσο ανίσχυρος μπορεί να αισθάνεται ένας ασθενής μπροστά στην απειλή της ασθένειας. Έργο του επαγγελματία υγείας είναι να ακολουθήσει εκείνες τις παρεμβάσεις, οι οποίες συμφωνούν με την προσωπική ιστορία του ατόμου και θα το βοηθήσουν να διατηρήσει, να ανακτήσει και να βιώσει την αίσθηση της σφαιρικότητας και της ακεραιότητας.

Όταν ο ασθενής παραμένει σιωπηλός είναι αδύνατο να γνωρίζουμε τι έχει στο μυαλό του. Το να γνωρίζουμε τι έχει ο ασθενής στο μυαλό του είναι ζωτικής σημασίας για την ακριβή διάγνωση της νόσου, καθώς και για τη συμμόρφωση στη θεραπεία και καθώς βρισκόμαστε πλέον στην εποχή της εξατομικευμένης ιατρικής, θα πρέπει να διδάξουμε τους ασθενείς τον τρόπο να εκφράζουν τις απορίες τους και να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.