Μιλάμε με τον Ασθενή

Μιλάμε με τον Ασθενή

Η ειλικρινής συζήτηση με τον γιατρό και άλλους επαγγελματίες υγείας μπορεί να λυτρώσει από την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια της ασθένειας και να γκρεμίσει το τείχος της ασυνεννοησίας, με το οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι, όταν απαιτείται να πλοηγηθούμε σε ένα πολύπλοκο και κατακερματισμένο υγειονομικό σύστημα.

Ζητώντας ανατροφοδότηση από τον ασθενή δεν διασφαλίζεται μόνο η ασφάλεια ως προς τη διαχείριση της νόσου, αλλά, παράλληλα, αποστέλλεται ένα πολύ ισχυρό μήνυμα ότι ο γιατρός πραγματικά ενδιαφέρεται.

Για έναν ασθενή, o οποίος έρχεται αντιμέτωπος με μια κατάσταση κρίσης, δεν υπάρχουν ανόητες ερωτήσεις και οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να τον ενθαρρύνουν να εκφράσει τους φόβους και τις ανησυχίες του και να ανοίξουν την πόρτα της ειλικρινούς επικοινωνίας.

Επιπλέον, για να διεξάγουμε πιο αποτελεσματική και ουσιαστική συνέντευξη με τον ασθενή προτείνεται:

  1. Η αποφυγή συστάσεων κατά τη διάρκεια της λήψης του ιατρικού ιστορικού, δηλαδή στη φάση κατά την οποία συλλέγονται, όλες οι χρήσιμες πληροφορίες.

    Οι συστάσεις μπορεί να αποτρέψουν και να εμποδίσουν τον ασθενή να ενημερώσει με όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη του γιατρού, ώστε να μπορέσει να δει την πλήρη και μεγάλη εικόνα της συμπτωματολογίας ή της αιτιολογίας της ασθένειας. Επιπλέον, τόσο ο γιατρός, όσο και ο ασθενής θα πρέπει να αποφεύγουν να βγάζουν βιαστικά συμπεράσματα και να μεταβαίνουν από το ένα θέμα στο άλλο. Υπό αυτό το πρίσμα, ο γιατρός θα πρέπει να αποφεύγει να προβαίνει σε γρήγορες διαγνωστικές και θεραπευτικές λύσεις, χωρίς να ακούσει πρώτα όλα τα δεδομένα.

  2. Ο καθορισμός από τον γιατρό, του βαθμού αλφαβητισμού- ικανότητα ανάγνωσης και υπολογισμού συγκεκριμένων αριθμητικών πράξεων- του ασθενούς, δηλαδή της ικανότητας του να κατανοεί συγκεκριμένες ιατρικές πληροφορίες, καθώς και το επίπεδο όρασης και ακοής, γιατί όλα αυτά τα στοιχεία μπορεί να από-μειώσουν την ικανότητα του ασθενούς να κατανοήσει και επομένως να εφαρμόσει σωστά, τις προτεινόμενες ιατρικές οδηγίες.

    Ο γιατρός δεν θα πρέπει να κάνει υποθέσεις, ότι οι όλοι οι ασθενείς είναι σε θέση ή έχουν την ικανότητα να κατανοήσουν, όλες τις πληροφορίες που τους δίδονται. Δεν θα πρέπει να υποθέσει επίσης, ότι όταν οι ασθενείς έχουν προβλήματα θα επικοινωνήσουν μαζί του. Πολλές φορές οι ασθενείς μπορεί να διακόψουν ή να τροποποιήσουν τη θεραπεία χωρίς να ενημερώσουν τον γιατρό τους.

  3. Διευκρίνιση αναφορικά με το ποιες πληροφορίες οι ασθενείς θα ήθελαν να γνωρίζουν για την ασθένεια τους και ιεράρχηση προτεραιοτήτων στην κάλυψη των αναγκών, τις οποίες οι ασθενείς ιεραρχούν πρώτα.

    Επίσης, πριν ο γιατρός προχωρήσει στην παροχή επιπλέον πληροφοριών, θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι ο ασθενής έχει κατανοήσει πλήρως τις προηγούμενες. Με αυτό τον τρόπο, αποφεύγεται να βομβαρδιστεί ο ασθενής με νέες πληροφορίες και του δίδεται ο απαραίτητος χρόνος να εξοικειωθεί με την νέα ιατρική ορολογία, ειδικά στα πρώτα στάδια της νόσου που όλα είναι άγνωστα και νέα για τον ασθενή και που, επιπλέον, επιβαρύνεται ψυχολογικά από το συναισθηματικό φόρτο της ανακοίνωσης της διάγνωσης. Στην περίπτωση περίπλοκων ασθενειών ή θεραπειών, ο γιατρός θα πρέπει να ελέγξει αν ο ασθενής θα ήθελε περισσότερες γραπτές πληροφορίες, ώστε να έχει το χρόνο να τις διαβάσει και να τις κατανοήσει σε πιο ήρεμο περιβάλλον. Σε κάποιους ασθενείς που δεν γνωρίζουν ανάγνωση ή έχουν προβλήματα με την όρασή τους θα μπορούσε ο θεράπων γιατρός να τους προμηθεύσει με μαγνητοφωνημένες ιατρικές οδηγίες.

  4. Χρήση εν-συναίσθησης κατά την ιατρική επίσκεψη, ώστε ο γιατρός να δείξει ότι καταλαβαίνει πως αισθάνεται ο ασθενής.

    Για παράδειγμα, μπορεί να πει: «λέτε ότι τα καταφέρνετε καλά, αλλά έχω την αίσθηση ότι παλεύετε πολύ με αυτή τη θεραπεία και σας δυσκολεύει». Ακόμη και αν αυτή η εικασία είναι εσφαλμένη, δημιουργείται η αίσθηση ότι ο γιατρός προσπαθεί να κατανοήσει το πρόβλημα του.

  5. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης είναι σημαντικό να είμαστε ειλικρινείς και, ταυτόχρονα, να μην υποτιμούμε τη σημαντικότητα της κατάστασης, προκειμένου να μην ανησυχήσουμε τον ασθενή, γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε εφησυχασμό του για την κατάσταση και τις επιπτώσεις της ασθένειας στη ζωή του.

    Υποτίμηση της σοβαρότητας που ενέχει η κατάσταση της υγείας του μπορεί να αποβεί εξαιρετικά παραπλανητική και να δημιουργήσει σύγχυση στον ασθενή μέσω αντικρουόμενων πληροφοριών τις οποίες μπορεί να συλλέξει από άλλες πηγές.

  6. Επανεφεύρεση των συναισθημάτων μας.

    Μιλήστε για τα συναισθήματα σας. Δηλώσεις όπως: «είμαι ανήσυχος», «θέλω» και «αισθάνομαι», μπορεί να διευκολύνουν και να βοηθήσουν το άλλο άτομο να μάθει περισσότερα για την άποψή σας. Επιπλέον, χρησιμοποιείστε φράσεις όπως: «τι μπορώ να κάνω για εσάς», «πείτε μου πως μπορώ να σας βοηθήσω», «λυπάμαι που αισθάνεστε έτσι», «καταλαβαίνω τις ανησυχίες σας», «είμαι απασχολημένος τώρα, θα είμαι μαζί σας σε λίγα λεπτά».

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε μια συγκλονιστική αλήθεια: από τη στιγμή που ο ασθενής φεύγει από το γραφείο του γιατρού ή το νοσοκομείο, είναι στο σπίτι του μόνος ή με την οικογένεια του, η οποία επίσης, τις περισσότερες φορές, στερείται εξειδικευμένων γνώσεων.

Θα πρέπει, λοιπόν, οι ασθενείς να ενθαρρύνονται να κάνουν ερωτήσεις και να εκφράσουν ελεύθερα τις απορίες, τις ανησυχίες και τα συναισθήματά τους, ώστε όταν μείνουν μακριά από τις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης, να μπορούν να διαχειριστούν μόνοι τους και αποτελεσματικά την ασθένεια.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Έχεις λόγο

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Έχεις λόγο

 

Όταν οι ασθενείς συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων:

  1. Μαθαίνουν περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με την υγεία τους και κατανοούν καλύτερα τη φύση των συμπτωμάτων τους.

  2. Αναγνωρίζουν ότι πρέπει να ληφθεί από κοινού η απόφαση και ότι θα πρέπει να ενημερώνονται αναλυτικά σχετικά με τις επιλογές που έχουν στη διάθεσή τους.

  3. Κατανοούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφορετικών επιλογών.

  4. Προετοιμάζονται καλύτερα, ώστε να συμμετάσχουν ενεργά στη συζήτηση με τον γιατρό.

  5. Συνεργάζονται πιο αποτελεσματικά με τον γιατρό τους.

  6. Είναι πιο πιθανόν να ακολουθήσουν τις αποφάσεις που έλαβαν.

Είναι σημαντικό πριν την λήψη της απόφασης να σκεφτούν:

  1. Πραγματικά χρειάζομαι αυτήν την εξέταση, αυτήν την επέμβαση ή αυτήν τη θεραπεία;

  2. Ποια είναι τα μειονεκτήματα ή οι παρενέργειες;

  3. Ποιες είναι οι πιο ασφαλείς επιλογές;

  4. Τι θα συμβεί αν δεν κάνω τίποτα και τα αφήσω στη τύχη;

Οι ασθενείς πρέπει να κατανοήσουν τους κινδύνους και τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις, για την καθορισμένη φροντίδα ή θεραπεία, ώστε να μπορούν να λαμβάνουν συνειδητές αποφάσεις για την υγεία τους.

Τι να Συζητήσω με τον Ασθενή

Τι να Συζητήσω με τον Ασθενή

 

Ο ασθενής ο οποίος ενημερώνεται σφαιρικά και με ειλικρίνεια προετοιμάζεται και νοιώθει ότι έχει κάποιον έλεγχο σε όλα όσα του συμβαίνουν και με αυτόν τον τρόπο αναπτύσσει μεγαλύτερο ψυχικό σθένος, καθώς και μεγαλύτερη ευθύνη στην αντιμετώπιση των επιπλοκών, που θα προκύψουν από την ασθένεια ή τη θεραπεία.

Ο γιατρός θα πρέπει να ενθαρρύνει τους ασθενείς να μοιραστούν τις εμπειρίες τους, αναφορικά με την ασθένεια και τη θεραπεία και να εκφράσουν αναπάντητα ερωτήματα και παρανοήσεις που μπορεί να αφορούν διάφορα ζητήματα, όπως για παράδειγμα:

  1. Το σκοπό της φαρμακευτικής αγωγής.
  2. Τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η φαρμακευτική αγωγή.
  3. Τη δόση και τη διάρκεια της θεραπείας.
  4. Τους μακροπρόθεσμους στόχους της θεραπείας.
  5. Τις δυσμενείς επιπτώσεις και τους κινδύνους που μπορεί να ενέχει η θεραπεία.

Η αποτελεσματική επικοινωνιακή διαδικασία, μπορεί να βελτιστοποιήσει την πιθανότητα και τις ευκαιρίες των ασθενών να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις, να χρησιμοποιούν σωστά τα φάρμακα και να ανταποκριθούν στους θεραπευτικούς στόχους.

Όταν ο γιατρός παρέχει πληροφορίες αναφορικά με τη διάγνωση, θα πρέπει να συζητά με τον ασθενή για:

  1. Τη φύση, της ασθένειας και των συμπτωμάτων της.
  2. Το βαθμό αβεβαιότητας, της προτεινόμενης διαγνωστικής εξέτασης.
  3. Την πιθανότητα για περαιτέρω διερευνητικές εξετάσεις.
  4. Τη διαθέσιμη ιατρική γνώση, για τη συγκεκριμένη ασθένεια.
  5. Τη συμμετοχή του ασθενή στη θεραπευτική διαδικασία.
  6. Εναλλακτικές πηγές αναζήτησης πληροφόρησης, για την ασθένεια και τις διαγνωστικές εξετάσεις.

Όταν ο γιατρός παρέχει πληροφορίες, αναφορικά με την προτεινόμενη θεραπευτική παρέμβαση, θα πρέπει:

  1. Να προβαίνει σε περιγραφή της παρέμβασης, η οποία θα περιλαμβάνει πληροφορίες για το αν αυτή είναι επιστημονικά συμβατή ή βρίσκεται σε πειραματικό στάδιο ή εντάσσεται σε κύκλο κλινικής έρευνας.
  2. Να εξηγεί τα οφέλη, τους κινδύνους και τις παρενέργειες της προτεινόμενης παρέμβασης σε σχέση με άλλες εναλλακτικές λύσεις.
  3. Να εξηγεί πόσο άμεσα θα πρέπει να προχωρήσουν στην προτεινόμενη παρέμβαση.
  4. Να ενημερώνει για τα μέλη της ιατρικής ομάδας που θα υλοποιήσουν την παρέμβαση.
  5. Να ενημερώνει για το πόσος χρόνος απαιτείται για την πλήρη ανάνηψη του ασθενή, μετά την παρέμβαση.
  6. Να ενημερώνει για το ακριβές συνολικό κόστος της παρέμβασης.
  7. Να παρέχει πληροφορίες για μακροπρόθεσμες ανεπιθύμητες ενέργειες σε ψυχολογικό, σωματικό και οικονομικό επίπεδο.

Ενώ, είναι σημαντικό να συζητάμε με τον ασθενή, εξίσου σημαντικό είναι να τον ακούμε με προσοχή. Όταν ακούμε και δίνουμε χρόνο και προσοχή στους άλλους, περιορίζοντας τις δικές μας βεβαιότητες, αντιλήψεις και προκαταλήψεις, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μάθουμε κάτι καινούργιο και να αποκτήσουμε βαθύτερη γνώση για τη ζωή.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου : Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Πως να προετοιμαστώ πριν δω το γιατρό

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Πως να προετοιμαστώ πριν δω το γιατρό

 

Κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης και με σκοπό να συμμετάσχουν πιο ενεργά στη διαδικασία, οι ασθενείς θα πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι πριν από την επίσκεψη στον γιατρό.

Γι’ αυτόν το λόγο είναι χρήσιμο να:

  1. Διατηρήσουν ένα ημερολόγιο που θα περιγράφει τα συμπτώματα τους.

  2. Κρατήσουν σημειώσεις, για όλα όσα θέλουν να ρωτήσουν το γιατρό τους.

  3. Ενημερώσουν το γιατρό τους, για τα φάρμακα που λαμβάνουν ήδη.

  4. Έχουν μαζί τους ένα συνοδό, στην περίπτωση που νομίζουν ότι θα χρειαστούν υποστήριξη.

  5. Κρατήσουν σημειώσεις, για όσα λέγονται, αν νομίζουν ότι μπορεί να τα ξεχάσουν.

  6. Είναι ειλικρινείς αναφορικά με τα συμπτώματα ή την ασθένειά τους.

  7. Να μην υπερβάλλουν ή να μην υποτιμούν στη περιγραφή των συμπτωμάτων τους.

  8. Μην αισθάνονται αμηχανία, όταν αναφέρουν τα συμπτώματα στον γιατρό τους.

  9. Αναφέρουν στον γιατρό τους όλες τις ενέργειες που έκαναν μέχρι σήμερα, ώστε να ανακουφιστούν από τα συμπτώματα, ακόμα κι αν έχουν χρησιμοποιήσει μη συνταγογραφούμενα φάρμακα ή εναλλακτικές θεραπείες.

  10. Ενημερώσουν τον γιατρό τους, για τις προσδοκίες τους από την επίσκεψη.

  11. Είναι διεκδικητικοί, λέγοντας στον γιατρό τους τι αναμένουν από την ιατρική επίσκεψη.

  12. Ζητούν διευκρινήσεις, αν δεν καταλαβαίνουν όλα όσα τους λέει ο γιατρός τους.

  13. Συζητήσουν την ψυχολογική επιβάρυνση, τα αρνητικά συναισθήματα και το άγχος που τους προκαλεί η ασθένειά τους.

  14. Ρωτούν για τα οφέλη, τις παρενέργειες και τις εναλλακτικές επιλογές που υπάρχουν στη διάθεσή τους.

  15. Είναι ρεαλιστικοί. Δεν θα πρέπει να περιμένουν θαύματα.

  16. Είναι ευγενικοί. Μπορεί να περιμένουν και άλλοι ασθενείς με σοβαρά προβλήματα υγείας να δουν τον γιατρό τους.

  17. Μη φεύγουν από την ιατρική επίσκεψη με αμφιβολίες. Προσπαθήστε να μην έρθετε σε θέση να πείτε “μακάρι να το είχα ρωτήσει αυτό”. Αν δεν σας αρέσει κάτι στο πλάνο θεραπείας, θα πρέπει να ενημερώσετε τον γιατρό σας και να αναζητήσετε μαζί εναλλακτικές λύσεις.

 Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία. 

Επικοινωνία ή Παράλληλοι Μονόλογοι;

Επικοινωνία ή Παράλληλοι Μονόλογοι;

H επικοινωνία βρίσκεται στην καρδιά της ανθρώπινης και κοινωνικής μας ύπαρξης. Είναι το μέσο και η διαδικασία για να ανταλλάζουμε πληροφορίες και συμβολικά μηνύματα, να μάθουμε, να κατανοήσουμε, να διευρύνουμε το οπτικό μας πεδίο. Nα δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια των άλλων, να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους, αλλά και να επηρεάσουμε τους άλλους, να χειραγωγήσουμε και να επιβάλουμε τις απόψεις μας.

Η επικοινωνία είναι κεντρική διεργασία στην καθημερινή ανθρώπινη συναλλαγή.

Επιπλέον, η επικοινωνία είναι η μεταφορά των πληροφοριών που έχουν νόημα.

Θα πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη ότι η σημασία, η οποία αποδίδεται από το δέκτη, κατά τη διαδικασία της πρόσληψης ενός μηνύματος, μπορεί να είναι διαφορετική από αυτή στην οποία στόχευε ο αποστολέας του.

Ενώ, οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν ότι η επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων θα πρέπει να είναι απλή, κατανοητή και χωρίς προστριβές, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους η διαπροσωπική επικοινωνία μπορεί να αποτύχει, με δεδομένο ότι το μήνυμα, δηλαδή αυτό που λέμε, μπορεί να μην είναι κατανοητό με τον ίδιο τρόπο από τον αποδέκτη.

Όσο απλό και αν φαίνεται, πολλά από όσα προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε στους άλλους ή οι άλλοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν σε εμάς, βρίθουν παρεξηγήσεων και συχνά οδηγούν σε συγκρούσεις και απογοητεύσεις σε επίπεδο διαπροσωπικών και επαγγελματικών σχέσεων. Στην εποχή της πληροφορίας, είμαστε αναγκασμένοι να στέλνουμε, να λαμβάνουμε και να επεξεργαζόμαστε τεράστιους όγκους πληροφορίας και μηνυμάτων καθημερινά.

Αλλά η αποτελεσματική επικοινωνία είναι πολλά περισσότερα από την ανταλλαγή πληροφοριών. Η αποτελεσματική και ειλικρινής επικοινωνία, αφορά την κατανόηση του συναισθήματος πίσω από την πληροφορία.

Η αποτελεσματική επικοινωνία μπορεί να βελτιώσει τις σχέσεις και να εμβαθύνει τη σύνδεση με τους άλλους και αυτό το χαρακτηριστικό της μας δίνει τη δυνατότητα να επικοινωνούμε ακόμη και αρνητικά μηνύματα, χωρίς να δημιουργούμε συγκρούσεις ή να καταστρέφουμε την εμπιστοσύνη.

Είναι επομένως σημαντικό κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας να αναζητήσουμε ανατροφοδότηση, ώστε να διαπιστώσουμε αν το μήνυμα είναι απολύτως κατανοητό από τον παραλήπτη. Η ανατροφοδότηση αυτή εμπεριέχει και την πρόθεσή μας να κατανοήσουμε και να άρουμε τα εμπόδια που μπορεί να προκαλούν «σύγχυση» στην κατανόηση και αποκωδικοποίηση του προσλαμβανόμενου μηνύματος.

Δεν υπάρχει «εγγύηση» ότι το μήνυμα που στέλνουμε αποκωδικοποιείται με τον ίδιο τρόπο από όλους, καθώς στη διαδικασία αποκωδικοποίησης παρεμβαίνουν πολλοί παράγοντες, όπως το μορφωτικό επίπεδο, οι πεποιθήσεις, οι εμπειρίες και το αξιακό σύστημα του αποδέκτη.

Επίσης, θα πρέπει να προσπαθεί κανείς να βελτιώνει την ικανότητα του να ακούει προσεκτικά και με εν-συναίσθηση το συνομιλητή του, ώστε να γίνεται σταδιακά ενεργός πομπός και δέκτης μηνυμάτων.

Οι άνθρωποι συχνά επικεντρώνονται σε αυτό που πρέπει να πουν, αλλά η αποτελεσματική επικοινωνία αφορά λιγότερο το να μιλάμε και περισσότερο το να ακούμε ή να παρατηρούμε.

Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι είναι διαφορετικό να μιλάμε, από το να επικοινωνούμε. Το να επικοινωνούμε σημαίνει όχι μόνο να κατανοούμε τις λέξεις και τις πληροφορίες που ανακοινώνονται. Όχι μόνο να βλέπουμε την εξωτερική εικόνα που εκπέμπει κάποιος, αλλά και να κατανοούμε τα συναισθήματα και κυρίως τα μη λεκτικά σήματα που εκπέμπονται με τη γλώσσα του σώματος, δεδομένου ότι πολλές φορές, αυτό που λέμε έρχεται σε αντίθεση με το μήνυμα που εκπέμπουμε συνολικά.

Η αποτελεσματική επικοινωνία είναι πάντα σχετική με την κατανόηση του άλλου προσώπου και όχι με την επικράτηση των δικών μας επιχειρημάτων ή με τον εξαναγκασμό των άλλων να αποδεχτούν τις δικές μας απόψεις και πεποιθήσεις.

Το πιο ευχάριστο στην αποτελεσματική επικοινωνία, είναι ότι μπορεί να οδηγήσει στη βαθύτερη ανθρώπινη σύνδεση και να μας χαρίσει κάποιες στιγμές παροδικής ευτυχίας, δεδομένου ότι όταν επικοινωνούμε αποτελεσματικά, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον ίδιο μας τον εαυτό, συν-κινούμαστε σε σχέση με τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από τους συνομιλητές μας και αυτά τα ερεθίσματα χρησιμοποιούνται για τον προσωπικό επανακαθορισμό και την αυτογνωσία μας.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Τι Καταλαβαίνουν οι Ασθενείς;

Τι Καταλαβαίνουν οι Ασθενείς;


Η συμμετοχική λήψη απόφασης αναγνωρίζει το δικαίωμα του ασθενούς να λαμβάνει αποφάσεις για την υγεία του, στο πλαίσιο της πλήρους και έγκυρης ενημέρωσης για τις επιλογές, τις οποίες έχει στη διάθεσή του. Αυτό προϋποθέτει την παροχή επιστημονικά τεκμηριωμένων δεδομένων, αναφορικά με τα οφέλη και τους κινδύνους, ενός φαρμάκου ή μιας θεραπείας από τους επαγγελματίες υγείας.

Κεντρική διαδικασία στη λήψη απόφασης είναι η αμφίδρομη ανταλλαγή πληροφορίας, μεταξύ του ασθενούς και του γιατρού. Η ανταλλαγή πληροφορίας είναι ζωτικής φύσης για τη σωστή διάγνωση και την καταλληλότητα του προτεινόμενου θεραπευτικού σχήματος.

Continue reading

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Μετά την Επίσκεψη

Ο Ασθενής στο Επίκεντρο: Μετά την Επίσκεψη

 

Μετά την ιατρική επίσκεψη και αφού έχει συμφωνηθεί το πλάνο θεραπείας οι ασθενείς θα πρέπει να:

  1. Ακολουθήσουν το πλάνο θεραπείας που συμφωνήσαν με τον γιατρό τους και να μη διακόπτουν ή παίρνουν τη θεραπεία με άλλο τρόπο από αυτόν που συμφωνήθηκε.

  2. Ενημερώσουν τον γιατρό τους αναφορικά με την πορεία της θεραπείας.

  3. Ενημερώσουν τον γιατρό τους για τυχόν παρενέργειες από τη θεραπεία.

  4. Συλλέξουν επιπρόσθετες πληροφορίες από άλλες αξιόπιστες πηγές ή από συλλόγους ασθενών.

  5. Αναζητήσουν άλλον γιατρό αν δεν είναι ευχαριστημένοι με την εξέλιξη της υγείας τους.

  6. Αναζητήσουν άλλον γιατρό αν ο γιατρός είναι αγενής, δεν τους συμπεριφέρεται με σεβασμό και ανθρωπισμό και αισθάνονται ότι δεν μπορούν να τον εμπιστευτούν.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Αποφασίζουμε Μαζί: Η Συμμετοχή των Ασθενών στη Λήψη Αποφάσεων για την Υγεία.

Τι μας Εμποδίζει να Επικοινωνήσουμε Αποτελεσματικά;

Τι μας Εμποδίζει να Επικοινωνήσουμε Αποτελεσματικά;

Πολλές φορές προβληματιζόμαστε αναφορικά με τα αποτελέσματα των αλληλεπιδράσεών μας με τον υπόλοιπο κόσμο.

Όταν μιλάμε, πολλές φορές εγείρουμε εμπόδια, τα οποία δυσκολεύουν την αποτελεσματική επικοινωνία. Τα εμπόδια αυτά μπορεί να κάνουν το μήνυμά μας να φτάσει διαστρεβλωμένο και να σπαταλήσουμε χρόνο, αλλά και κόπο λόγω πιθανών συγχύσεων και παρεξηγήσεων που ενδέχεται να δημιουργηθούν. Η αποτελεσματική επικοινωνία προϋποθέτει την υπέρβαση αυτών των εμποδίων και τη μεταφορά ενός σαφούς, περιεκτικού και ξεκάθαρου μηνύματος.

Οι δεξιότητες της ενεργητικής ακρόασης, της αποσαφήνισης και του προβληματισμού μπορεί να βοηθήσουν, αλλά είναι επίσης χρήσιμο να είμαστε ενήμεροι για μία σειρά από εμπόδια, τα οποία παρεμβαίνουν στη διαδικασία αποκωδικοποίησης του μηνύματος, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να τα αποφύγουμε.

  1. Οι αντιλήψεις αποτελούν το σημαντικότερο εμπόδιο στην επικοινωνία.

    Αν κάποιος πιστεύει ότι το πρόσωπο στο οποίο μιλάει δεν ενδιαφέρεται ή δεν πρόκειται να τον κατανοήσει, υποσυνείδητα «σαμποτάρεται» η επικοινωνιακή προσπάθεια. Η αντίληψη είναι αναπόφευκτα επιλεκτική, δεδομένου ότι δεν μπορούμε να δούμε όλα όσα υπάρχουν. Αρνητικές ή προκατειλημμένες συμπεριφορές και αντιλήψεις μπορεί να μας εμποδίσουν να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά κυρίως διότι δεν μας επιτρέπουν να δούμε τα πράγματα με ανοιχτό μυαλό ή να καταλάβουμε αντιλήψεις και συμπεριφορές που διαφέρουν από τις δικές μας. Μπορεί επίσης να δημιουργήσουν συγκρούσεις, κακή διαχείριση χρόνου και σχέσεων, αντίσταση στις προτεινόμενες αλλαγές, καθώς και έλλειψη κινήτρων για ειλικρινή επικοινωνία.

  2. Η ψυχολογική κατάσταση μπορεί επίσης να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο το μήνυμα θα γίνει αντιληπτό.

    Για παράδειγμα, όταν είμαστε θυμωμένοι, είναι εύκολο να πούμε πράγματα που δεν τα εννοούμε πραγματικά, που μπορεί αργότερα να τα μετανιώσουμε ή μπορεί να παρερμηνευθούν από τους άλλους. Επίσης όταν είμαστε αγχωμένοι και συναισθηματικά συγκλονισμένοι ή ευάλωτοι, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, αυτά που λέμε να παρερμηνευθούν από άλλους, να στείλουμε μη λεκτικά μηνύματα και σήματα που απωθούν ή προκαλούν σύγχυση και τα οποία, συνήθως, οφείλονται σε σπασμωδική συμπεριφορά και δεν θα υπήρχαν σε συνθήκες ηρεμίας. Βέβαια θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι όταν κακές συμπεριφορές επαναλαμβάνονται, τα αίτια πιθανόν να είναι βαθύτερα και να απαιτείται διαφορετικός τρόπος διαχείρισης.

  3. Εμπόδια μπορεί να προκύψουν από τη φυσική κατάσταση του δέκτη, όπως είναι οι σωματικές αναπηρίες.

    Προβλήματα στην ακοή και στην ομιλία μπορεί να σταθούν εμπόδια στην αποτελεσματική επικοινωνία. Για παράδειγμα, όταν ο δέκτης έχει μειωμένη ακοή μπορεί να μην αντιληφθεί το σύνολο ή μέρος της συνομιλίας, ειδικά εάν υπάρχουν στο περιβάλλον σημαντικές πηγές φυσικών ή τεχνητών θορύβων.

  4. Ένα άλλο εμπόδιο στην επικοινωνία αποτελεί η έλλειψη επικέντρωσης.

    Δεν είναι αποτελεσματική η επικοινωνία όταν είμαστε πολυπράγμονες, δηλαδή όταν ασχολούμαστε με πολλά θέματα ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Αντίθετα όμως με ό,τι πιστεύουμε, ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν σχεδιάστηκε για να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα και αυτό, πέρα από τους κινδύνους που ενέχει για τα εγκεφαλικά κύτταρα, μπορεί να προκαλέσει απόσπαση της προσοχής από σημαντικά λεκτικά μηνύματα και μη λεκτικά σήματα, τα οποία εκπέμπονται κατά τη διάρκεια μίας συνομιλίας.

  5. Πολλοί συνομιλητές έχουν την τάση να διακόπτουν τον άλλο ή να μιλούν ταυτόχρονα με αυτόν.

    Αυτό πολλές φορές μπορεί να αποβεί αποθαρρυντικό και συνάμα απογοητευτικό για την επικοινωνιακή διαδικασία, καθώς «περνάμε» το εξής μήνυμα: «δεν με νοιάζει καθόλου τι έχεις να πεις, γιατί αυτό που λέω εγώ είναι πιο σημαντικό».

  6. Όσο σημαντικό είναι να μη διακόπτουμε, άλλο τόσο σημαντικό είναι να μη μονοπωλούμε τη συζήτηση.

    Κάποιοι άνθρωποι είναι καλοί στο να «γυρίζουν» τη συζήτηση σε αυτό, για το οποίο θέλουν να μιλήσουν. Κάποιοι άλλοι μπορεί κατά λάθος να μονοπωλήσουν μία συζήτηση, λόγω του ότι είναι πιο εξωστρεφείς και ομιλητικοί σε σχέση με άλλους. Επίσης, άνθρωποι που κατέχουν υψηλές κοινωνικοοικονομικές και θεσμικές θέσεις μπορεί να μονοπωλήσουν τη συζήτηση, καθώς οι υπόλοιποι διστάζουν ή φοβούνται να τους διακόψουν.

Ξεπερνώντας τα εμπόδια στην επικοινωνία εξασφαλίζουμε ότι οι πληροφορίες που παρέχονται γίνονται πλήρως κατανοητές από το πρόσωπο στο οποίο απευθυνόμαστε.

Η οπτική επαφή, η χαλαρή και φιλική έκφραση στο πρόσωπο, η ανοιχτή γλώσσα του σώματος, μπορούν να κάνουν κάποιον να αισθανθεί πιο άνετα κατά τη διάρκεια της συνομιλίας. Μόνο με την κατανόηση και την συνακόλουθη υπέρβαση των εμποδίων, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι το μήνυμα που εκπέμπουμε μπορεί να γίνει αντιληπτό από τον αποδέκτη.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας

Ενεργητική ακρόαση: Αν θα έπρεπε να μιλάμε περισσότερο από ό,τι ακούμε θα είχαμε δύο γλώσσες και ένα αυτί

Ενεργητική ακρόαση: Αν θα έπρεπε να μιλάμε περισσότερο από ό,τι ακούμε θα είχαμε δύο γλώσσες και ένα αυτί

Οι άνθρωποι συχνά επικεντρώνονται σε αυτό που πρέπει να πουν, αλλά η αποτελεσματική επικοινωνία αφορά λιγότερο το να μιλάμε και περισσότερο το να ακούμε ή να παρατηρούμε.

Το να ακούμε σημαίνει, όχι μόνο να κατανοούμε τις λέξεις και τις πληροφορίες που ανακοινώνονται, όχι μόνο να βλέπουμε την εξωτερική εικόνα που εκπέμπει κάποιος, αλλά και να έχουμε κατανόηση των συναισθημάτων και κυρίως των μη λεκτικών σημάτων που εκπέμπονται με τη γλώσσα του σώματος, δεδομένου ότι πολλές φορές αυτό που λέμε έρχεται σε αντίθεση με το μήνυμα που εκπέμπουμε συνολικά.

Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της ακρόασης με προσωπική εμπλοκή και της απλής-παθητικής ακρόασης.

Όταν ακούμε με προσοχή, αν μας ενδιαφέρει αυτό που μας λέει κάποιος, ασχολούμαστε, έστω και υποσυνείδητα, ακόμα και με τις μικρές λεπτομέρειες, όπως είναι ο τόνος και ο επιτονισμός της ομιλίας κάποιου, σε συνδυασμό με τις εκφράσεις του προσώπου του.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν σήματα, τα οποία θα μας καθοδηγήσουν στο να αντιληφθούμε τα συναισθήματα και το συγκινησιακό φορτίο του συνομιλητή μας ώστε, να επικοινωνήσουμε πιο αποτελεσματικά μαζί του, αλλά και να τον κάνουμε να αισθανθεί καλύτερα μέσω της οικοδόμησης μίας ισχυρότερης, βαθύτερης και ειλικρινούς σχέσης.

Επιπλέον, το να ακούμε δεν είναι το ίδιο με το να περιμένουμε να έρθει η σειρά μας να μιλήσουμε ή να σκεφτόμαστε αυτό που πρέπει να πούμε μετά, δεδομένου ότι ένας προσεκτικός συνομιλητής μπορεί να αντιληφθεί ότι το μυαλό μας «τρέχει αλλού» και ότι δεν τον παρακολουθούμε.

Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε ότι για να επικοινωνούμε αποτελεσματικά με κάποιον, δεν είναι απαραίτητο να μας αρέσουν ή να συμφωνούμε με τις ιδέες και τις απόψεις του. Όταν επικοινωνούμε ιδέες και συναισθήματα που μας ενδιαφέρουν, το κάνουμε κυρίως με τη χρήση μη λεκτικών σημάτων, ακόμα και αν αυτό αποτελεί μία υποσυνείδητη διαδικασία.

Η διαδικασία της ενεργητικής ακρόασης μπορεί να περιλαμβάνει τον περιορισμό του χρόνου που εμείς οι ίδιοι μιλάμε, δεδομένου ότι δεν ακούμε όταν μιλάμε, τον περιορισμό της απόσπασης της προσοχής μας από εξωγενείς παράγοντες, την αύξηση της οπτικής επαφής, ώστε να δείξουμε στον άλλο ότι τον ακούμε με προσοχή.

Αν θέλετε να αναπτύξετε τις δεξιότητες της ενεργητικής ακρόασης, θυμηθείτε τις παρακάτω προτάσεις-προτροπές:

  1. Δώστε προσοχή, σε όλα όσα λέει ο συνομιλητής μέσω της ομιλίας του, της γλώσσας του σώματος, καθώς και άλλων μη λεκτικών σημάτων.

    Αδειάστε το μυαλό σας από άλλες σκέψεις. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποσπάται εύκολα, από άλλες σκέψεις, γι’ αυτό προσπαθήστε να επικεντρωθείτε στο μήνυμα που μεταδίδεται. Δείξτε το ενδιαφέρον σας γι’ αυτό που λέγεται. Κάντε νεύματα περιστασιακά με το κεφάλι, ή χαμογελάστε και βεβαιωθείτε ότι η στάση του σώματος είναι ανοικτή, φιλόξενη και όχι εχθρική. Ενθαρρύνετε τον ομιλητή να συνεχίσει, χρησιμοποιώντας μικρά λεκτικά σχόλια όπως: «ναι», «βέβαια» κτλ.

  2. Δεν ακούμε μόνο με τα αυτιά μας, αλλά και με τα μάτια μας.

    Ένας καλός ακροατής θα ακούσει όχι μόνο αυτό που λέγεται, αλλά και ό,τι δεν έχει ειπωθεί ή δηλώθηκε μόνο, εν μέρει, μέσω της λεκτικής επικοινωνίας.Η αποτελεσματική ακρόαση περιλαμβάνει την παρατήρηση της γλώσσας του σώματος και την παρατήρηση των ασυμφωνιών μεταξύ λεκτικών και μη λεκτικών μηνυμάτων.

  3. Αποφύγετε τη διακοπή της συζήτησης ή την προσπάθεια να ανακατευθύνετε τη συζήτηση σε αυτά που θέλετε να πείτε εσείς.

    Κάντε υπομονή. Μία παύση, ακόμη και μεγάλη, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ο ομιλητής έχει τελειώσει αυτά που θέλει να πει. Θα πρέπει να είστε υπομονετικοί και να αφήσετε τον ομιλητή να συνεχίσει στο δικό του χρόνο. Μερικές φορές, δεδομένου ότι το κάθε άτομο σκέφτεται και μιλάει με τους δικούς του ρυθμούς, χρειάζεται χρόνος για να διατυπώσει το τι θέλει να πει και πώς να το πει. Μη διακόπτετε πριν τελειώσει κάποιος την πρότασή του. Η διακοπή της συνομιλίας μπορεί να στείλει το μήνυμα ότι: «αυτό που θέλω να πω εγώ είναι πιο σημαντικό και πιο ενδιαφέρον», «δεν ενδιαφέρομαι πραγματικά για αυτό που λες», «δεν έχω χρόνο για τη γνώμη σου». Όταν γίνονται επανειλημμένα διακοπές σε μία συζήτηση, τότε δεν πρόκειται για συζήτηση αλλά για διαγωνισμό που κερδίζει αυτός που διακόπτει περισσότερες φορές τον άλλον. Το ζήτημα βέβαια που τίθεται είναι αν πραγματικά κερδίζει κάτι ουσιαστικό πέρα από προσωπική επιβεβαίωση.

  4. Η ακρόαση δεν είναι το ίδιο με το να περιμένουμε τη σειρά μας να μιλήσουμε.

    Επιπλέον, δεν μπορούμε να επικεντρωθούμε σε αυτό που έχει να πει ο άλλος, αν σκεφτόμαστε αυτό που θα πούμε όταν έρθει η σειρά μας να μιλήσουμε. Συχνά, ο ομιλητής μπορεί να διαβάσει τις εκφράσεις του προσώπου μας και να καταλάβει ότι το μυαλό μας είναι “αλλού”.

  5. Αποφύγετε την κριτική.

    Για να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά με κάποιον δεν χρειάζεται να μας αρέσει ή να συμφωνούμε με τις ιδέες, τις αξίες ή τις απόψεις του. Κρατήστε το μυαλό σας «ανοιχτό» και προσπαθήστε να είστε αμερόληπτοι. Μη βγάζετε βιαστικά συμπεράσματα για το τι βλέπετε ή ακούτε. Σε περιπτώσεις παρανοήσεων, θα πρέπει να ζητήσετε διευκρινήσεις. Ωστόσο, πολλές φορές χρειάζεται να αναιρέσουμε την κρίση μας ή καλύτερα την κριτική μας, προκειμένου να κατανοήσουμε πλήρως ένα άτομο. Προσπαθήστε να καταλάβετε και τη δική του πλευρά, μακριά από προκαταλήψεις. Εάν ο συνομιλητής μας λέει κάτι με το οποίο διαφωνούμε, πολλές φορές δεν χρειάζεται να σπεύσουμε να κατασκευάσουμε ένα επιχείρημα εναντίον του, αλλά να διατηρήσουμε καθαρή την κρίση μας, ώστε να δούμε αμερόληπτα τις δικές του απόψεις. Ακόμη και η πιο δύσκολη επικοινωνία, όταν πραγματοποιηθεί με επιτυχία, μπορεί να οδηγήσει στην πιο βαθιά και ειλικρινή σχέση με τους άλλους.

  6. Δώστε στον συνομιλητή σας τακτική ανατροφοδότηση ότι καταλαβαίνετε αυτά που σας λέει, κάνοντας απλά νεύματα με εκφράσεις του προσώπου ή με την κίνηση του κεφαλιού σας.

    Στην περίπτωση που παρατηρήσετε ότι η συζήτηση παρεκκλίνει και οδηγείται σε λάθος δρόμο, μπορείτε να τον διακόψετε λέγοντας: «είναι πραγματικά υπέροχο αυτό που ακούω, αλλά θα πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με την κατάσταση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε». Κάντε μία περίληψη του τι ειπώθηκε. Βρείτε ένα ευγενικό τρόπο να διασφαλιστεί ότι ο συνομιλητής σας έχει καταλάβει και ότι βρίσκεστε στην «ίδια σελίδα» και συνεχίζετε προς την ίδια κατεύθυνση.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.

Πως Καταλαβαίνουν Καλύτερα οι Ασθενείς;

Πως Καταλαβαίνουν Καλύτερα οι Ασθενείς;

Πολλοί ασθενείς απαιτούν να λαμβάνουν όλη τη διαθέσιμη πληροφορία, αναφορικά με την ασθένεια και τη θεραπεία. Το ενδιαφέρον για την παροχή ιατρικής πληροφορίας συνδέεται με τις μικρότερες ηλικίες και το υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ασθενείς προτιμούν λιγότερη πληροφόρηση, καθώς δεν αισθάνονται ασφαλείς να λαμβάνουν αποφάσεις, οι οποίες μπορεί να αυξάνουν την ανασφάλεια τους για τη διαχείριση της υγείας τους.

Οι γιατροί δεν θα πρέπει να υποθέτουν ότι όλη η πληροφορία η οποία παρέχεται στους ασθενείς γίνεται πλήρως κατανοητή. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει:

  1. Να αποφεύγεται η χρήση ιατρικής ορολογίας. Οι τεχνικοί ιατρικοί όροι και οι συντομογραφίες μπορεί να ακούγονται, σε πολλούς ασθενείς, σαν ξένη γλώσσα. Θα πρέπει επίσης να καταβάλλεται προσπάθεια εκλαΐκευσης της ιατρικής γνώσης, ανάλογα με το επίπεδο του ασθενούς.
  2. Να χρησιμοποιούνται αριθμοί όπου είναι εφικτό, δεδομένου ότι οι άνθρωποι ερμηνεύουν διαφορετικά τις λέξεις όπως σπάνια, συχνά, είναι πιθανό κτλ. Παρόλα αυτά, χρήσιμη είναι η υπενθύμιση ότι πολλοί άνθρωποι έχουν φτωχό επίπεδο λειτουργικού αλφαβητισμού και δεν αντιλαμβάνονται σύνθετες έννοιες, όπως είναι τα ποσοστά και τα κλάσματα.
  3. Να χρησιμοποιούνται γραπτές οδηγίες με γραφικά και φωτογραφίες, οι οποίες βοηθούν στην κατανόηση και την απομνημόνευση της πληροφορίας.
  4. Να γίνεται έλεγχος του βαθμού κατανόησης, μέσω επανελέγχου και διευκρινιστικών ερωτήσεων από το γιατρό.
  5. Να παρέχεται έντυπο πληροφοριακό υλικό και βοηθήματα λήψης απόφασης, τα οποία μεγιστοποιούν τη συμμόρφωση του ασθενούς στις ιατρικές οδηγίες. Εκτός από πληροφορίες για την ασθένεια και τη θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνουν και παραδείγματα άλλων ασθενών.
  6. Να γίνεται ενημέρωση για άλλες πηγές ενημέρωσης και υποστήριξης ασθενών, όπως μπορεί να είναι ιστοσελίδες ιατρικών εταιρειών και συλλόγων ασθενών.

Η παροχή πληροφορίας είναι ζωτικής φύσης, αλλά η πληροφορία από μόνη της δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει να συμπληρώνεται από διαδικασίες επικουρικές στη λήψη της απόφασης, εξατομικευμένες στις ανάγκες του κάθε ασθενή.

Η πληροφόρηση σχετικά με την ασθένεια και τη θεραπεία είναι πιο αποτελεσματική, όταν πραγματοποιείται σταδιακά και μέσα από συχνές και τακτικές συναντήσεις.

Αρχικά, αναμένουμε να υπάρξει ένα στάδιο εξοικείωσης με την ονομασία των επεμβάσεων ή των φαρμάκων, τη δοσολογία, καθώς και τις παρενέργειές τους.

Η ενεργός συμμετοχή του ασθενούς αποσκοπεί στην αίσθηση ελέγχου των συμπτωμάτων και κατ’ επέκταση της ασθένειας, ως γεγονός που ενισχύει την αυτοπεποίθησή του. Ο ασθενής θα πρέπει να ενθαρρύνεται να εκφράσει ελεύθερα τις απορίες, τις ανησυχίες και τα συναισθήματα του.

Επιπλέον, δεν θέλουν όλοι οι ασθενείς το ίδιο επίπεδο πληροφόρησης. Κάποιοι θέλουν μια γενική ενημέρωση και κάποιοι άλλοι απαιτούν εξαντλητικές λεπτομέρειες.

Ο γιατρός θα πρέπει να αξιολογήσει το επίπεδο πληροφόρησης, το οποίο αναζητά ο κάθε ασθενής και να παρουσιάσει αυτές τις πληροφορίες με τρόπο σαφή και κατανοητό.

Ένα πρώτο βήμα θα αποτελούσε η παρουσίαση των κινδύνων και των πλεονεκτημάτων μιας θεραπείας, στη συνέχεια να περιμένει από τον ασθενή να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες και, τέλος, να προβεί σε επαλήθευση αν αυτές οι πληροφορίες έγιναν κατανοητές, αν οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις του προκαλούν σύγχυση. Στην περίπτωση στην οποία, ο ασθενής δεν έχει ερωτήσεις και αισθάνεται άβολα, αυτή είναι μια καλή ευκαιρία για τον γιατρό να σταματήσει τη συζήτηση, δεδομένου ότι η παροχή πολλών και νέων πληροφοριών δεν αποτελεί πάντα την καλύτερη προσέγγιση.

Εξίσου και οι γιατροί και οι ασθενείς έχουν ανάγκη να αναπτύξουν τη δεξιότητα, ώστε να λειτουργήσουν σύμφωνα με το δικό τους πλαίσιο αναφοράς, αλλά παράλληλα να δουν και να αποδεχτούν την οπτική των άλλων.

Όταν επιτελείται αποτελεσματικά ο διαμοιρασμός της γνώσης και της πληροφορίας, ενεργοποιείται η από κοινού λήψη αποφάσεων, αυξάνεται η ικανοποίηση των ασθενών, καθώς και η ικανότητα τους να διαχειριστούν αποτελεσματικά την ασθένεια, αυξάνεται η εμπιστοσύνη στον γιατρό και όλα τα παραπάνω, συνεργατικά, οδηγούν στη μεγαλύτερη δέσμευση των ασθενών στο προτεινόμενο θεραπευτικό σχήμα.

Αποσπάσματα από το βιβλίο της Έφης Σίμου: Επικοινωνία Γιατρού- Ασθενούς: Ένας Πρακτικός Οδηγός Δεξιοτήτων Επικοινωνίας.